-
1 ἀμφι-δαίω
ἀμφι-δαίω, Hom. Iliad. 6, 329 ἀυτή τε πτόλεμός τε ἄστυ τόδ' ἀμφιδέδηε, ist um diese Stadt entbrannt; 12, 35 τότε δ' ἀμφὶ μάχη ἐνοπή τε δεδήει τεῖχος ἐύδμητον; – ähnl. νέφος δυςμενέων Ap. Rh. 4, 397; κόνις δέ σφ' ἀμφιδεδήει Hes. Sc. 62.
-
2 ἀμφιδαίω
ἀμφι-δαίω: kindle about, only perf. intr. (and fig.), πόλεμος ἄστυ ἀμφιδέδηε, blazes round, Il. 6.329†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμφιδαίω
-
3 ἀμφιδαίω
-
4 αμφιδέδηε
ἀμφί-δαίω 1duno óti: perf ind act 3rd sg——————ἀμφί-δαίω 1duno óti: perf ind act 3rd sg——————ἀμφιδέδηε, ἀμφί-δαίω 1duno óti: perf ind act 3rd sg -
5 αμφιδέδηεν
ἀμφί-δαίω 1duno óti: perf ind act 3rd sg——————ἀμφί-δαίω 1duno óti: perf ind act 3rd sg -
6 αμφιδαιω
отовсюду воспламеняться Hes. -
7 αμφιδεδήει
-
8 ἀμφιδεδήει
-
9 δήιος
δήιος, ep, u. ion. = δάιος, feindlich, mörderisch; Grundbdtg wohl = brennend; das Wort hatte das Digamma. Alcman bei Priscian. 1, 21. 22 καὶ χεῖμα πῠρ τε δάFιον (Bergk P. L. G. ed. 2 p. 650 frgm. 75), hieng also wohl unzweifelhaft mit δαίω »brennen« (Wurzel ΔΑF) zusammen; vgl. Curtius Grundz. der Griech. Etymol. 1, 197. Bei Homer kommt merkwürdiger Weise δήιος in der Ilias oft vor, in der Odyssee niemals; und doch kann dieser Unterschied kaum für ctwas Anderes als für einen Zufall gelten, da δηιοτής und δηιόω in der Odyssee wie in der Ilias erscheinen. Homerische Formen von δήιος: δηίου, δηίοιο, δηίῳ, δήιον, δήιοι, δηίων, δηίοισι(ν), δηίους. Homerische Verbindungen: δήιον πῠρ, Iliad. 16, 301; δήιον πόλεμον 4, 281, vgl. μάχη πόλεμός τε δέδηεν u. Aehnliches s. v. δαίω; δηίῳ Ἄρηι, 7, 241; δηίων ϑυμοραϊστέων, ungewiß, ob δηίων oder ϑυμοραϊστέων substantivisch, Iliad. 16, 591; δήιον ἄνδρα, 6, 481; plural. δηίοισιν ἀνδράσι, 17, 148; entschieden substantivisch δήιοι »die Feinde«, 18, 208 ἐκ νήσου, τὴν δήιοι ἀμφιμάχωνται, 4, 373 ἀλλὰ πολὺ πρὸ φίλων ἑτάρων δηίοισι μάχεσϑαι, vgl. Apoll. lex. Homer. 58, 5 δήιοι· οἱ πολέμιοι. Das ὴ in δήιος scheint in einer Anzahl homerischer Stellen lang zu sein, in anderen homerischen Stellen aber kurz; vgl. z. B. Iliad. 9, 347 ἀλεξέμεναι δήιον πῠρ und 12, 276 νεῖκος ἀπωσαμένους δηίους u. 2, 415 πρῆσαι δὲ πυρὸς δηίοιο ϑύρετρα u. 2, 544. ϑώρηκας ῥήξειν δηίων ἀμφὶ στήϑεσσιν mit 6, 481 κτείνας δήιον ἄνδρα u. 7, 119 δηίου ἐκ πολέμοιο u. 5, 117 δηίῳ ἐν πολέμῳ. Doch ist die ganze Sache unsicher, da überall δηι mit Synizese als eine Sylbe gelesen werden kann. Wenn dabei Trochäische Versfüße herauskommen, so ist zu bedenken, daß der Trochäus anstatt des Dactylus bei Homer nichts Seltenes ist. Vgl. δηιόω δῃόω und Eustath. Iliad. 2, 544 p. 282, 29 τὸ δὲ δηίων ἐνταῠϑα οἱ παλαιοὶ ἀξιοῠσι δῄων ἀναγινώσκειν δισυλλάβως δίχα ἐκφωνήσεως τοῠ Ι, καὶ γίνεται οὕτω τὸ ἔπος ὁλοσπόνδειον. So wird geschrieben Aeschyl. Choeph. 628 ἐπ' ἀνδρὶ δῄοισιν ἐπικότῳ σέβας; dagegen Agam. 559 εὐναὶ γὰρ ἦσαν δηίων πρὸς τείχεσιν. Anyte 1 (VI, 123) χάλκεον ἀμφ' ὄνυχα στάζε φόνον δηίων. – Das neutr. plural. δήια bei Apoll. Rhod., 1, 635 δήια τεύχεα, u. bei Oppian., Cyn. 3, 295 δήια φῠλα. – Vgl. μενεδήιος, δηιοτής, δηιόω, δάιος.
-
10 δαίομαι
δαίομαι, theilen; verwandt δαΐζω, δατέομαι, δαιτρός, δαίνυμι, δαιτυμών, δαίς, δαίτη, δαιτύς; δαίομαι ist entstanden aus ΔΑ-Ί-ΟΜΑΙ, Wurzel ΔΑ; also dem Ursprunge nach durchaus verschieden von δαίω »brennen«, dessen Wurzel ΔΑF ist. Das activ. von δαίομαι »theilen« ist nicht gebräuchlich; δαίομαι findet sich: – 1) als medium, = theilen, vertheilen: Odyss. 17, 332 δίφρον, ἔνϑα τε δαιτρὸς ἐφίζεσκε κρέα πολλὰ δαιόμενος μνηστῆρσι; 15, 140 πὰρ δὲ Βοηϑοίδης κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας. – Dazu futur. δάσομαι (δάσσομαι), entstanden aus ΔΑ'ΤΣΟΜΑΙ, von ΔΑ'ΤΟΜΑΙ = δατέομαι, ΔΑ-ΤΟ'Σ; aorist. ἐδασάμην (ἐδασσάμην); Odyss. 2, 368 τάδε δ' αὐτοὶ πάντα δάσονται; 6, 10 ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει, καὶ ἐδείματο οἴκους, καὶ νηοὺς ποίησε ϑεῶν, καὶ ἐδάσσατ' ἀρούρας; 9, 42 ἐκ πόλιος δ' ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες δασσάμεϑ', ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης; 19, 423 ὤπτησάν τε περιφραδέως, δάσσαντό τε μοίρας; 17, 30 εἴ κεν ἐμὲ μνηστῆρες ἀγήνορες ἐν μεγάροισιν λάϑρῃ κτείναντες πατρώια πάντα δάσωνται; 2, 335 κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεϑα; Iliad. 18, 511 δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή, ἠὲ διαπραϑέειν ἢ ἄνδιχα πάντα δάσασϑαι, κτῆσιν ὅσην πτολίεϑρον ἐπήρατον ἐντὸς ἐέργοι; Odyss. 20, 216 μεμάασι γὰρ ἤδη κτήματα δάσσασϑαι δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος; 3, 66 μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' ἐρικυδέα δαῐτα; Pind. P. 4, 148 οὐ πρέπει νὼ χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασϑαι; Xen. Cyr. 4, 2, 43 τὸ νεῖμαι τὰ χρήματα Μήδοις – ἐπιτρέψαι, καί, ἤν τι μεῖον ἡμῖν δάσωνται, κέρδος ἡγεῐσϑαι. – Auch = zerfleischen, verzehren: Iliad. 23, 21 Ἕκτορα δεῠρ' ἐρύσας δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασϑαι; Odyss. 18, 87; Eur. Troad. 450; ἀμβροσίη, ὲν δαίονται ϑεοί, essen, Matro bei Athen. 4, 136 b. Vgl. δατέομαι, δαίνυμαι. – 2) als passivum, = getheilt werden: Odyss. 9, 551 ἀρνειὸν δ' ἐμοὶ οἴῳ ἐυκνήμιδες ἑταῖροι μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα; – Odyss. 1, 48 ἀλλά μοι ἀμφ' Ὀδυσῆι δαΐφρονι δαίεται ἦτορ, δυσμόρῳ, das Herz wird mir zerrissen, Scholl. δαίεται: διακόπτεται. τὸ γὰρ καίεται ἐπὶ ἐρώσης, vgl. Sengebusch Aristonic. p. 30; Apoll. Rh. 3, 661 ἡ δ' ἔνδοϑι δαιομένη περ σῖγα μάλα κλαίει χῆρον λέχος εἰσορόωσα; Opp. Hal. 4, 200. – Dazu perfectum; Iliad. 1, 125 ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπ ράϑομεν, τὰ δέδασται, ist vertheilt; Odyss. 15, 412 ἔνϑα δύω πόλιες, δίχα δέ σφισι πάντα δέδασται; Iliad. 15, 189 τριχϑὰ δὲ πάντα δέδασται ; Odyss. 1, 23 Αἰϑίοπας τοὶ διχϑὰ δεδαίαται, sie sind getheilt; Herodot. 2, 84 ἡ ἰητρικὴ κατὰ τάδε σφι δέδασται; Eur. Herc. fur. 1329 πανταχοῠ δέ μοι χϑονὸς τεμένη δέδασται.
См. также в других словарях:
ἀμφιδεδήει — ἀμφί δαίω 1 duno óti plup ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδέδηε — ἀμφί δαίω 1 duno óti perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδέδηεν — ἀμφί δαίω 1 duno óti perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδέδῃε — ἀμφί δαίω 1 duno óti perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδέδῃεν — ἀμφί δαίω 1 duno óti perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιδαίω — ἀμφιδαίω (Α) [δαίω] 1. ανάβω, καίω ή φλέγομαι ολόγυρα 2. περιβάλλω, τυλίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δαίω «ανάβω, φλέγω»] … Dictionary of Greek
ἁμφιδέδηε — ἀμφιδέδηε , ἀμφί δαίω 1 duno óti perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκειος — λύκειος, ον, θηλ. και α (AM) αυτός που προέρχεται από λύκο ή ανήκει ή αναφέρεται σε λύκο («λύκειον ἀμφὶ νῶτον ἅψομαι δορὰν καὶ χάσμα θηρὸς ἀμφ ἐμῷ θήσω καρᾳ», Eup.) αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λύκειος α) ονομασία ενός μήνα στην Επίδαυρο β)… … Dictionary of Greek