Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμφι-δαίω

См. также в других словарях:

  • ἀμφιδεδήει — ἀμφί δαίω 1 duno óti plup ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιδέδηε — ἀμφί δαίω 1 duno óti perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιδέδηεν — ἀμφί δαίω 1 duno óti perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιδέδῃε — ἀμφί δαίω 1 duno óti perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιδέδῃεν — ἀμφί δαίω 1 duno óti perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιδαίω — ἀμφιδαίω (Α) [δαίω] 1. ανάβω, καίω ή φλέγομαι ολόγυρα 2. περιβάλλω, τυλίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δαίω «ανάβω, φλέγω»] …   Dictionary of Greek

  • ἁμφιδέδηε — ἀμφιδέδηε , ἀμφί δαίω 1 duno óti perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκειος — λύκειος, ον, θηλ. και α (AM) αυτός που προέρχεται από λύκο ή ανήκει ή αναφέρεται σε λύκο («λύκειον ἀμφὶ νῶτον ἅψομαι δορὰν καὶ χάσμα θηρὸς ἀμφ ἐμῷ θήσω καρᾳ», Eup.) αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λύκειος α) ονομασία ενός μήνα στην Επίδαυρο β)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»