-
1 πτερύγια
πτερύγιονanything like a wing.neut nom /voc /acc pl -
2 πτερύγι'
πτερύγια, πτερύγιονanything like a wing.neut nom /voc /acc pl -
3 μεσοπτερύγια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοπτερύγια
-
4 πλάτη
A flat or broad object:1 blade of an oar: and generally, oar, A.Ag. 695 (lyr.), S.Aj. 358(lyr.), E. Hec.39, al.;ναυτίλῳ π.
by ship, by sea,S.
Ph. 220; οὐρίῳ π. with a fair voyage, ib. 355;βάρβαρος π. E.Hel. 192
(lyr.);πλάτῃ φυγεῖν Id.IT 242
; οἷον πλάταις, of the tails of some crustacea, Arist.PA 684a3; ὥσπερ πτερύγια ἢ πλάτας, of the feet of others, ib.13; of the membranes or lobes attached to the toes of certain birds, ib. 694b5.2 χερσαία π. winnowing fan, or (as others expl.) shepherd's crook, Lyc.96.3 in pl., shoulder-blades, Hp.Loc.Hom.6, Poll.2.133, Hsch.: sg., SIG 1024.7 (Myconos, iii/ii B.C.).b broad ribs, Poll.2.181.4 sheet of papyrus, AP13.21 (Theodorid.).II paling, POxy.707.32 (ii A.D.), 1674.10 (iii A.D.). -
5 πτέρυξ
πτέρυξ (Aπτερύξ Aristarch.
ap. Hdn.Gr.1.45), ῠγος, ἡ: [dialect] Ep. dat. pl. πτερύγεσσι: ([etym.] πτερόν):— wing of a bird, Il.2.316; mostly pl., ib. 462, Od.2.149, Hes.Sc. 134, A.Ag.52 (anap.), etc.; λευκὴ πτεροῖσι, πλὴν.. ἄκρων τῶν πτερύγων white in its plumage, save.. the tips of the wings, of the ibis, Hdt.2.76; of Eros and Nike, Aristopho 11.8: metaph., κινοῦντα πτέρυγας ἤδη 'trying your wings', Lib.Ep.155.2.2 winged creature, bird, AP6.12 (Jul.).1 in pl.,= πτερύγια, fins of fish, Arist. HA 505b21, Mir. 835b10, Ael.NA11.24; flippers of seals, Arist. PA 697b5; of dolphins and whales, Id.HA 537b3; of the tortoise, Nic.Al. 559.2 pl., feathery foliage, Thphr.HP3.9.6.b = ἄσπληνος 1, Dsc.3.134.3 blade of the steering-paddle, IG22.1607.74: hence, rudder, S.Fr. 1083; ἑξήρετμοι π., of oars, Epigr.Gr.337.2 ([place name] Cyzicus).4 flap of a cuirass, X.An.4.7.15 (v.l.), cf. Eq.12.4, 6; of the Doric χιτών, Ar.Fr. 325, Men.Epit. 187, Com.Adesp.17.1 D., Plu.Comp.Lyc.Num.3, Poll.7.62.5 broad edge of a knife or hunting-spear, Plu.Alex.16, Poll.5.21; beak of the sword-fish (v.l. ῥύγχος), Ael.NA9.40.10 in pl., title of poem whose lines form a pattern like wings, AP15.24 (Simm.).11 pl., sails, Com.Adesp.9 D., Lyr.Alex.Adesp.20.9.III anything that covers or protects like wings, ; κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας, i.e. Aulis, Id.IA 120 (lyr.); ; of a mountain,Λιβάνου πτέρυγες Musae.48
.2 fence, wall, Lyc.291. -
6 ὦτος
A a horned or eared owl,ὁ δ' ὦτος.., περὶ τὰ ὦτα πτερύγια ἔχων Arist.HA 597b21
, cf. Plu.2.961e, v.l. ib.52b: Ath.9.390d appears to identify it with the ὠτίς, but this is due to interpolation.III ὦτα· τὰ μὴ στρογγύλα, Hsch.; but ὦτοι λίθοι in IG4.823.66 ([place name] Troezen) is wrongly read, v. ὧ 11.
См. также в других словарях:
πτερύγια — Όργανα κυρίως σταθεροποιητικά, με τα οποία είναι προικισμένα τα ψάρια. Τα άρτια π. αντιστοιχούν με τα 2 ζεύγη των άκρων των άλλων σπονδυλωτών· γενικά υπάρχουν 2 στηθαία π. και 2 κοιλιακά· μερικές φορές τα δεύτερα και σπανιότερα τα πρώτα μπορούν… … Dictionary of Greek
πτερύγια — πτερύγιον anything like a wing. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερύγι' — πτερύγια , πτερύγιον anything like a wing. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
ανεμοκινητήρας — Διάταξη που εκμεταλλεύεται την κινητική ενέργεια του ανέμου για ποικίλους σκοπούς, όπως για να περιστρέφονται οι μυλόπετρες μύλου ή ελαιοτριβείου, για το ανέβασμα νερού, για την κίνηση γεννήτριας με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.… … Dictionary of Greek
διατοίχιση — Κίνηση ταλάντωσης ενός πλωτού μέσου γύρω από τον διαμήκη κεντροβαρικό άξονά του, η οποία γίνεται με διαδοχική ανύψωση και καταβύθιση των πλευρών ως προς την κανονική θέση τους. Ονομάζεται και μπότζι. Στα πλοία η δ. οφείλεται στην εναλλαγή μεταξύ… … Dictionary of Greek
ιπτάμενο πλοίο — Σκάφος του οποίου η καρίνα ανυψώνεται κατά τον πλου από το νερό, εξαιτίας υδροδυναμικού φαινομένου, το οποίο οφείλεται σε ένα είδος επιπέδων, που μοιάζουν με πτερύγια και μένουν κατά ένα μέρος βυθισμένα στο νερό. Το ι.π. μπορεί να αναπτύξει… … Dictionary of Greek
PTERYGIA — Graece Πτερύγια, quae et πτέρυγες et πτερὰ, sunt anguli vestium, αἱ γωνίαι alias. Hesych. Θετταλικὰ πτερὰ, τοῦτο εἴρηται διὰ τὸ πτέρυγας ἔχειν τὰς θετταλικὰς χλαμύδας. πτέρυγες δὲ καλοῦνται αἱ ἑκατέρωθεν γωνίαι, διὰ τὸ ἐοικέναι πτερυξι. Cuiusmodi … Hofmann J. Lexicon universale
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek