Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πτέρνη

См. также в других словарях:

  • πτέρνη — heel fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρνῃ — πτέρνα ham fem dat sg (attic epic ionic) πτέρνη heel fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρνη — (I) ἡ, Α βλ. πτέρνα. (II) ἡ Α βλ. πέρνα …   Dictionary of Greek

  • πτέρνην — πτέρνη heel fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φτέρνα — η / πτέρνα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτέρνα Ν, και πτέρνη Α 1. το πίσω μέρος τού πέλματος τού ανθρώπινου ποδιού 2. το ευμέγεθες και ακραίο οστό τού ταρσού 3. συνεκδ. το πίσω μέρος υποδήματος, το τακούνι 4. (γενικά) η βάση διαφόρων πραγμάτων 5. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • πτέρνα — πτέρνᾱ , πτέρνα ham fem nom/voc/acc dual πτέρνα ham fem nom/voc sg πτέρνᾱ , πτέρνη heel fem nom/voc/acc dual πτέρνᾱ , πτέρνη heel fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρναι — πτέρνα ham fem nom/voc pl πτέρνᾱͅ , πτέρνα ham fem dat sg (doric aeolic) πτέρνη heel fem nom/voc pl πτέρνᾱͅ , πτέρνη heel fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρνας — πτέρνᾱς , πτέρνα ham fem acc pl πτέρνᾱς , πτέρνα ham fem gen sg (doric aeolic) πτέρνᾱς , πτέρνη heel fem acc pl πτέρνᾱς , πτέρνη heel fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρνᾳ — πτέρναι , πτέρνα ham fem nom/voc pl πτέρνᾱͅ , πτέρνα ham fem dat sg (doric aeolic) πτέρναι , πτέρνη heel fem nom/voc pl πτέρνᾱͅ , πτέρνη heel fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • плесна — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. πτέρνη) подошва, ступня.    … …   Словарь церковнославянского языка

  • пакостити — ПАКО|СТИТИ (102), ЩОУ, СТИТЬ гл. 1. Делать неприятности, причинять вред: а ныне ми нь пакости. ГрБ № 638, 60–90 XII; много хрьсти˫аномъ. пакостивыи ц(с)рь. и иконѹ х҃вѹ. ѹвы. бещьствова. (λυμηνομενος) ЖФСт к. XII, 41 об.; аже хоцьши ополош дворѧн …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»