Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πρῆστις

См. также в других словарях:

  • πρήστις — ἡ, Α (δ. γρφ·) βλ. πρίστις …   Dictionary of Greek

  • ναύπρηστις — ναύπρηστις, ἡ (Α) αυτή που καίει πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πρηστις (< θ. πρη τού πίμπρημι, πρβλ. αόρ. πρῆ σαι), πρβλ. βού πρηστις, κυνό πρηστις] …   Dictionary of Greek

  • κυνόπρηστις — ή κυνόπριστις, ιδος, ἡ (Α) δηλητηριώδες σκαθάρι τού οποίου το δάγκωμα είναι θανατηφόρο για τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + πρηστις (< θ. πρη τού πίμπρημι πρβλ. αόρ. πρή σαι), πρβλ. ναύ πρηστις] …   Dictionary of Greek

  • πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… …   Dictionary of Greek

  • πρίστις — και πρῆστις, ήστεως, Α 1. το ψάρι πρίστης 2. είδος πολεμικού πλοίου που ονομάστηκε έτσι πιθ. επειδή το σχήμα του έμοιαζε με πριόνι 3. είδος ποτηριού που έμοιαζε με πριόνι 4. χειρουργικό πριόνι 5. εργαλείο λιθοξόου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»