Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κῠνό-πρηστις

См. также в других словарях:

  • ναύπρηστις — ναύπρηστις, ἡ (Α) αυτή που καίει πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πρηστις (< θ. πρη τού πίμπρημι, πρβλ. αόρ. πρῆ σαι), πρβλ. βού πρηστις, κυνό πρηστις] …   Dictionary of Greek

  • πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»