Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προ-ᾰλίσκομαι

См. также в других словарях:

  • προαλίσκομαι — Α 1. συλλαμβάνομαι ή κυριεύομαι εκ τών προτέρων 2. μτφ. προκαταλαμβάνομαι 3. καταδικάζομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἁλίσκομαι «κυριεύομαι, καταδικάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταναλίσκεται — πρό , κατά , ἀνά ἁλίσκομαι to be taken pres ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) προκατανᾱλίσκεται , πρό καταναλίσκω use up pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»