Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἱλόμην

См. также в других словарях:

  • εἱλόμην — αἱρέω take with the hand aor ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάλλον — (AM μᾱλλον, Α ιων. τ. μάλιον, δωρ. τ. μαλλότερον) επίρρ. 1. πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερο («μᾱλλον τοῡ ξυμφέροντος» περισσότερο από όσο συμφέρει, Αντιφ.) 2. προτιμότερο, καλύτερα, κάλλιο («οὐ πώποτ ἔργου μᾱλλον εἱλόμην λόγους», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • οικουρώ — (Α οἰκουρῶ, έω) [οικουρός] νεοελλ. παραμένω στο σπίτι, ιδίως λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας αρχ. 1. μένω άγρυπνος για να φυλάξω το σπίτι 2. (γενικά) φυλάω κάτι 3. επιστατώ σε ναό («ὅταν οἰκουρῶσι μύστας», Αριστοτ.) 4. (για γυναίκα) μένω στο σπίτι… …   Dictionary of Greek

  • προαίρεση — η / προαίρεσις, έσεως, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] 1. η ενδόμυχη ψυχική τάση για κάτι, επιθυμία, πρόθεση (α. «ό,τι έκανε, τό έκανε από αγαθή προαίρεση» β. «ἡ κατὰ προαίρεσιν κίνησις», Αριστοτ.) 2. (στον Αριστοτ.) η απόφαση την οποία παίρνει κανείς μετά από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»