-
1 выдвигать
выдвигать, выдвинуть 1) (ящик и т. п.) τραβώ, σύρω.προβάλλω (выставлять ) 2) (предложить) προτείνω· \выдвигать в кандидаты προτείνω υποψήφιο 3) (по работе) προωθώ, προάγω* * *= выдвинуть1) (ящик и т. п.) τραβώ, σύρω προβάλλω ( выставлять)2) ( предложить) προτείνωвыдвига́ть в кандида́ты — προτείνω υποψήφιο
3) ( по работе) προωθώ, προάγω -
2 предлагать
предлагатьнесов1. προτείνω:\предлагать свой услу́гя προσφέρομαι νά βοηθήσω· \предлагать новый проект προτείνω νέο σχέδιο· \предлагать кандидатуру προτείνω τήν ὑποψηφιότητα· \предлагать тост за кого́-л. ἐγείρω πρόποσιν ὑπέρ, κάνω πρόποση γιά κάποιον \предлагать вниманию παρουσιάζω· \предлагать кому́-л. высказаться καλώ κάποιον νά πεῖ τήν γνώμη του· \предлагать задачу βάζω πρόβλημα·2. (предписывать) ὁρίζω, προτείνω· ◊ \предлагать ру́ку (и сердце) κάνω πρόταση γάμου. -
3 предложить
-ложу, -ложишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. προσφέρω, παρέχω, δίνω•предложить другу-свои книги δίνω στο φίλο τα βιβλία μου.
2. προτείνω•новый план προτείνω νέο σχέδιο (πλάνο)•
предложить кандидата в депутаты προτείνω υποψήφιο για βουλευτή.
3. επιφορτίζω δίνω (παραγγελίες για εκτέλεση). || βάζω, θέτω•предложить -задачу βάζω πρόβλημα (για λύση).
εκφρ.предложить руку – παλ. ζητώ το χέρι της (•ζητώ σε γάμο, κάνω πρόταση γάμου)•предложить тост – εγείρω πρόποση, προσφωνώ. -
4 устремить
-млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устремленный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. κατευθύνω, κινώ προς• στρέφω• ρίχνω•устремить конницу на противника ρίχνω το ιππικό κατά του εχθρού•
устремить удар κατευθύνω το χτύπημα.
2. προτείνω•устремить винтовку προτείνω το τουφέκι•
штык προτείνω τη λόγχη.
|| μτφ. καρφώνω, προσηλώνω•устремить глаза на него καρφώνω τα μάτια σ αυτόν•
устремить внимание συγκεντρώνω την προσοχή.
1. κατευθύνομαι,2. μτφ. καρφώνομαι, προσηλώνομαι•глаза всех -лись на него τα μάτια όλων καρφώθηκαν σ αυτόν.
|| συγκεντρώνομαι, στρέφομαι•мысли историка -лись к прошлому οι σκέψεις του ιστορικού στράφηκαν στο παρελθόν.
-
5 план
1. (чертёж, изображающий в масштабе местность, предмет, сооружение и т.п.) το σχέδιο, το σκαρίφημα, το σχεδιο-γράφημαдоставлять - φτιάχνω το -, ετοιμάζω το -карт.) η οριζοντιογραφίαвентиляционный горн. - του εξαερισμούсхематический - το σχεδιάγραμμα, η διάταξη2. (заранее намеченная система чего-л) το πρόγραμμα, το πλάνο (ξεν.)· *в соответствии с - ом σύμφωνα με το -неприемлемый - μη αποδεκτό/εφαρμόσιμο -перспективный эк. - см. долгосрочный -3. кфт. το πλάνοобщий - γενικό -, η γενική λήψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > план
-
6 выставить
выставить 1) (экспонировать) εκθέτω 2) (предлагать) υποβάλλω, προτείνω· \выставить кан дидатуру υποβάλλω την υπο ψηφιότητα· \выставить требования προβάλλω απαιτήσεις* * *1) ( экспонировать) εκθέτω2) ( предлагать) υποβάλλω, προτείνωвы́ставить кандидату́ру — υποβάλλω την υποψηφιότητα
вы́ставить тре́бования — προβάλλω απαιτήσεις
-
7 подать
подать δίνω, προσφέρω* προτείνω (предложить)9 \податьобед σερβίρω το φαγητό· \подать* * *δίνω, προσφέρω; προτείνω ( предложить)пода́ть обе́д — σερβίρω το φαγητό
пода́ть пальто́ — προσφέρω το παλτό
пода́ть ру́ку — δίνω το χέρι
••пода́ть мяч — спорт. πασάρω την μπάλα
-
8 предложить
-
9 советовать
советовать συμβουλεύω; προτείνω (предлагать) \советоваться συμβουλεύομαι* * *συμβουλεύω; προτείνω ( предлагать) -
10 выдвигать
выдвигатьнесов1. (вперед, на середину) προωθώ, φέρνω μπροστά, βγάζω μπροστά·2. (ящик, задвижку) τραβώ, σύρω·3. перен φέρνω, προσάγω, παρουσιάζω, προβάλλω/ προτείνω, ὑποβάλλω (предлагать)/ ὑποβάλλω, ἀναδείχνω (кандидатуру):\выдвигать доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \выдвигать обвинение προβάλλω κατηγορία, κατηγορώ· \выдвигать довод προβάλλω τό ἐπιχείρημα· \выдвигать на первый план προωθώ, προβάλλω, βάζω στήν πρώτη θέση· \выдвигать предложение κάνω πρόταση· \выдвигать вопрос προβάλλω ζήτημα·4. (на должность) προτείνω, ἀναδείχνω. -
11 выставлять
выставлятьнесов1. (вперед) προβάλλω, προεκβάλλω:\выставлять но́гу προβάλλω τό πόδι·2. (предлагать) προτείνω, προβάλλω:\выставлять кандидату́ру προτείνω (или ὑποβάλλω) τήν ὑποψηφιοτητα·3. (предъявлять) προβάλλω, παραθέτω, παρουσιάζω:\выставлять требования προβάλλω διεκδικήσεις, διεκδικώ, ἐγείρω ἀπαίτησιν \выставлять возражения φέρω ἀντιρρήσεις, προβάλλω ἀντιρρήσεις·4. (на выставке) ἐκθέτω:\выставлять напоказ ἐπιδεικνύω, ἐκθέτὠ5. (представлять, показывать) παρουσιάζω, δείχνω, κάμνω:\выставлять в хорошем (плохом) свете παρουσιάζω εὐμενως (δυσμενώς)· \выставлять кого-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον·6. (проставлять) θέτω, βάζω:\выставлять дату βάζω ἡμερομηνία, χρονολογώ·7. (прогонять) разг βγάζω ἔξω, ἀποπέμπω, ἐκ-βάλλω, ἐκδιώκω κάποιον:\выставлять кого-л. за дверь βγάζω κάποιον ἔξω· ◊ \выставлять окна βγάζω τά παράθυρα. -
12 протягивать
протягиватьнесов1. (натягивать) τεντώνω, ἀπλώνω·2. (вытягивать) ἀπλώνω, τείνω, προτείνω:\протягивать руку за чем-л. ἀπλώνω τό χέρι νά πάρω· \протягивать ру́ку кому́-л. а) προσφέρω τό μπράτσο μου, προσφέρω τόν βραχίονα μου, б) (для рукопожатия) προτείνω τό χέρι μου· ◊ \протягивать ру́ку помощи δίνω βοήθεια, τείνω χείρα βοηθείας. -
13 выбросить
-ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ έξω•он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•
выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.
|| μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.
|| μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•
выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.
2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•
-винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.
3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.5. βγάζω, ρίχνω•выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.
εκφρ.выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•-лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.ρίχνομαι, πηδώ κάτω•он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.
|| εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.). -
14 выдвинуть
ρ.σ.μ.1. προωθώ•выдвинуть батареи ближе к неприятелю προωθώ τις πυροβολαρχίες πιό σιμά προς τον εχθρό.
|| ύρω, τραβώ, βγάζω έξω•выдвинуть ящик из комода βγάζω έξω το συρτάρι του κομού.
|| προβάλλω, βγάζω μπροστά•выдвинуть левую ногу вперед προβάλλω το αριστερό πόδι.
2. μτφ. προβάλλω, προτείνω• φέρω, προσκομίζω, προσάγω, παρουσιάζω•выдвинуть аргументы, φέρω επιχειρήματα•
выдвинуть доказательства προσκομίζω αποδεικτικά στοιχεία•
выдвинуть тезисы (φιλοσ.) προβάλλω θέσεις•
выдвинуть вопрос βάζω (ανακινώ) ζήτημα•
выдвинуть обвинение εγείρω κατηγορία.
3. αναδείχνω, προάγω, ανεβάζω• προτείνω.1. προβάλλω, βγαίνω μπροστά•из толпы -лся старик μέσα από το πλήθος βγήκε μπροστά ένας γέρος.
|| εξέχω, εισέρχομαι, εισδύω.2. αναδείχνομαι, προωθούμαι, ανεβαίνω, προάγομαι, προβιβάζομαι. -
15 выпятить
-ячу, -ятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпяченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.προβάλλω, προτείνω, βγάζω έξω, φουσκώνω•выпятить живот βγάζω προς τα έξω την κοιλιά•
выпятить грудь προτείνω το στήθος.
|| μτφ. προβάλλω, βγάζω στην πρώτη θέση, κατά πρώτο λόγο•-недостатки произведения προβάλλω στην πρώτη γραμμή τα μειονεκτήματα του έργου.
προβάλλομαι, προτείνομαι, βγαίνω μπροστά, εξέχω, κοιλιάζω. || μτφ. ξεχωρίζω, βγαίνω στην πρώτη θέση. -
16 пригласить
-глашу, -гласишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приглашенный, βρ: -шен, -шена, -шено ρ.σ.μ.1. προσκαλώ•пригласить гостей προσκαλώ φιλοξενούμενους (επισκέπτες).
|| καλώ, φωνάζω•пригласить к больному врача.φωνάζω το γιατρό για τον άρρωστο.
2. προτείνω, καλώ•пригласить на вальс προτείνω για (να χορέψομε) βαλς.
|| παίρνω, προσλαμβάνω•пригласить учителя προσλαμβάνω δάσκαλο.
-
17 вносить
1. (включать, вписывать) καταχωρώ, εγγράφω 2. (платить, делать взнос) συνεισφέρω, καταθέτω, πληρώνω 3. (проект, предложение и т.п.) καταθέτωεισηγούμαιυποβάλλω, προτείνω4. (удобрения) ρίχνω/ρίπτω (λιπάσματα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вносить
-
18 выставлять
1. (устанавливать, отрегулировать) ρυθμίζω 2. (предъявлять) προβάλλω, παραθέτω, παρουσιάζω 3. (на выставке) εκθέτω 4. (за пределы чего-л.) βγάζω έξω 5. (предлагать для решения, обсуждения) προτείνω, προβάλλω, βάζω, εκθέτω 6. (охрану, караул и т.п.) τοποθετώ 7. (впи-сывать, проставлять) εγγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выставлять
-
19 помощь
1. (содействие, поддержка) η βοήθει/α, η υποστήριξηпредлагать - προτείνω/προσφέρω τη -2. (пособие) η αρωγή, η βοήθεια, η συνδρομή, το βοήθημα, η επικουρία, η επιδότησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > помощь
-
20 предложить
1. (сделать что-л. предметом рассмотрения, выбора со стороны других) προσφέρω, παρέχω, δίνω, δίδω, βάζω, θέτω 2. (помощь, услуги и т.п.) προτείνω, παραθέτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предложить
См. также в других словарях:
προτείνω — stretch out before aor subj act 1st sg προτείνω stretch out before pres subj act 1st sg προτείνω stretch out before pres ind act 1st sg προτείνω stretch out before aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτείνω — 1 πρότεινα βλ. πίν. 172 2 προέτεινα βλ. πίν. 172 Σημειώσεις: προτείνω : με την έννοια → προβάλλω κάτι, επιδέχεται εσωτερική αύξηση (προέτεινα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… … Dictionary of Greek
προτείνω — πρότεινα, προτάθηκα 1. τείνω προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω, απλώνω: Του πρότεινα το χέρι κι αυτός δεν το πιασε. 2. μτφ., κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, υποδεικνύω: Προτείνω το διορισμό υπαλλήλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτείνῃ — προτείνω stretch out before aor subj mid 2nd sg προτείνω stretch out before aor subj act 3rd sg προτείνω stretch out before pres subj mp 2nd sg προτείνω stretch out before pres ind mp 2nd sg προτείνω stretch out before pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτείνετε — προτείνω stretch out before aor subj act 2nd pl (epic) προτείνω stretch out before pres imperat act 2nd pl προτείνω stretch out before pres ind act 2nd pl προτείνω stretch out before imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτεινόμεθα — προτείνω stretch out before aor subj mid 1st pl (epic) προτείνω stretch out before pres ind mp 1st pl προτείνω stretch out before imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτεταμένα — προτείνω stretch out before perf part mp neut nom/voc/acc pl προτεταμένᾱ , προτείνω stretch out before perf part mp fem nom/voc/acc dual προτεταμένᾱ , προτείνω stretch out before perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτείνει — προτείνω stretch out before aor subj act 3rd sg (epic) προτείνω stretch out before pres ind mp 2nd sg προτείνω stretch out before pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτείνεσθε — προτείνω stretch out before pres imperat mp 2nd pl προτείνω stretch out before pres ind mp 2nd pl προτείνω stretch out before imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτείνομεν — προτείνω stretch out before aor subj act 1st pl (epic) προτείνω stretch out before pres ind act 1st pl προτείνω stretch out before imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)