Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εκθέτω

  • 1 изложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. εκθέτω εξιστορώ, αφηγούμαι αναπτύσσω•

    изложить мн-ние εκθέτω (λέγω) τη γνώμη•

    изложить подробности αφηγούμαι (εκθέτω) λεπτομερειακά•

    изложить в немногих словах εκθέτω με λίγα λόγια (σύντομα).

    Большой русско-греческий словарь > изложить

  • 2 экспонировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.
    1. εκθέτω (για επίδειξη, θέα).
    2. (φωτογρ.) εκθέτω στο φως.
    3. (σκάκι) εκθέτω πεσσό σε κίνδυνο.
    εκτίθεμαι.

    Большой русско-греческий словарь > экспонировать

  • 3 выставлять

    1. (устанавливать, отрегулировать) ρυθμίζω 2. (предъявлять) προβάλλω, παραθέτω, παρουσιάζω 3. (на выставке) εκθέτω 4. (за пределы чего-л.) βγάζω έξω 5. (предлагать для решения, обсуждения) προτείνω, προβάλλω, βάζω, εκθέτω 6. (охрану, караул и т.п.) τοποθετώ 7. (впи-сывать, проставлять) εγγράφω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выставлять

  • 4 выставить

    выставить 1) (экспонировать) εκθέτω 2) (предлагать) υποβάλλω, προτείνω· \выставить кан дидатуру υποβάλλω την υπο ψηφιότητα· \выставить требования προβάλλω απαιτήσεις
    * * *
    1) ( экспонировать) εκθέτω
    2) ( предлагать) υποβάλλω, προτείνω

    вы́ставить кандидату́ру — υποβάλλω την υποψηφιότητα

    вы́ставить тре́бования — προβάλλω απαιτήσεις

    Русско-греческий словарь > выставить

  • 5 изложить

    изложить εκθέτω, αναπτύσσω \изложить свою мысль εκφράζω τη σκέψη μου
    * * *
    εκθέτω, αναπτύσσω

    изложи́ть свою́ мысль — εκφράζω τη σκέψη μου

    Русско-греческий словарь > изложить

  • 6 компрометировать

    компрометировать εκθέτω, δυσφημώ
    * * *
    εκθέτω, δυσφημώ

    Русско-греческий словарь > компрометировать

  • 7 выставлять

    выставлять
    несов
    1. (вперед) προβάλλω, προεκβάλλω:
    \выставлять но́гу προβάλλω τό πόδι·
    2. (предлагать) προτείνω, προβάλλω:
    \выставлять кандидату́ру προτείνω (или ὑποβάλλω) τήν ὑποψηφιοτητα·
    3. (предъявлять) προβάλλω, παραθέτω, παρουσιάζω:
    \выставлять требования προβάλλω διεκδικήσεις, διεκδικώ, ἐγείρω ἀπαίτησιν \выставлять возражения φέρω ἀντιρρήσεις, προβάλλω ἀντιρρήσεις·
    4. (на выставке) ἐκθέτω:
    \выставлять напоказ ἐπιδεικνύω, ἐκθέτὠ
    5. (представлять, показывать) παρουσιάζω, δείχνω, κάμνω:
    \выставлять в хорошем (плохом) свете παρουσιάζω εὐμενως (δυσμενώς)· \выставлять кого-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον·
    6. (проставлять) θέτω, βάζω:
    \выставлять дату βάζω ἡμερομηνία, χρονολογώ·
    7. (прогонять) разг βγάζω ἔξω, ἀποπέμπω, ἐκ-βάλλω, ἐκδιώκω κάποιον:
    \выставлять кого-л. за дверь βγάζω κάποιον ἔξω· ◊ \выставлять окна βγάζω τά παράθυρα.

    Русско-новогреческий словарь > выставлять

  • 8 излагать

    излагать
    несов ἀφηγούμαι, ἐξιστορῶ, ἐκθέτω/ ἀναπτύσσω (формулировать):
    \излагать в немногих словах ἐκθέτω μέ λίγα λόγια.

    Русско-новогреческий словарь > излагать

  • 9 подвергать

    подвергать
    несов, подвергнуть сов ὑποβάλλω, ἐκθέτω:
    \подвергать опасности ἐκθέτω σέ κίνδυνο· \подвергать наказанию ἐπιβάλλω ποινήν \подвергать соми́ению ἀμφισβητώ κἀτι.

    Русско-новогреческий словарь > подвергать

  • 10 выложить

    -жу, -жишь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω και τοποθετώ, εκθέτω•

    выложить вещи из чемодана βγάζω τα πράγματα από τη βαλίτσα και τα τοποθετώ•

    выложить товар εκθέτω το εμπόρευμα.

    2. μτφ. εκμυστηρεύομαι, ανακοινώνω.
    3. στρώνω, καλύπτω•

    пол выложен цветными плитками το πάτωμα στρώθηκε με έγχρωμα πλακάκια.

    || παλ. διακοσμώ, στολίζω, πλουμίζω (ύφασμα).
    4. (διαλκ.) ευνουχίζω.

    Большой русско-греческий словарь > выложить

  • 11 выставить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω, αφαιρώ•

    выставить раму из окна βγάζω το πλαίσιο του παραθύρου.

    2. μετακινώ, τοποθετώ αλλού•

    -щкаф в коридор βγάζω τη ντουλάπα στο διάδρομο.

    || μτφ. (απλ.) διώχνω, εκδιώκω• выставить кого-н. из комнаты βγάζω κάποιον έξω από το δωμάτιο. || εκθέτω σε θέα.
    3. προβάλλω, προεκβάλλω•

    грудь προτείνω το στήθος.

    4. βάζω, εκθέτω•

    выставить кандидатуру βάζω υποψηφιότητα•

    выставить требования βάζω τα αιτήματα.

    5. τοποθετώ•

    выставить охрану βάζω φρουρά•

    выставить часовых βάζω σκοπούς.

    6. παρουσιάζω, παραστοάνω•

    выставить в смешном виде παρουσιάζω γελοίου•

    выставить себя ученым παρουσιάζομαι, σαν επιστήμονας.

    7. εγγράφω•

    выставить оценки за четверть βάζω τους μαθητικούς βαθμούς τού τρίμηνου.

    8. παοατάσσω•

    выставить большую армию παρατάσσω πολύ στρατό•

    выставить веские аргументы αραδιάζω σοβαρά επιχειρήματα•

    выставить возражения προβάλλω αντιρρήσεις.

    βγαίνω, προβάλλω, -ομαι•

    из окна -лась лохматая голова από το παράθυρο πρόβαλε αναμαλλιασμένο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > выставить

  • 12 доложить

    -ложу, -ложишь
    ρ.σ.μ. κ. αμ.
    1. αναφέρω, εκθέτω•

    доложить результаты αναφέρω τα αποτελέσματα (των παρατηρήσεων)•

    доложить обстановку εκθέτω την κατάσταση•

    2. ανακοινώνω, ειδοποιώ, αγγέλλω, αναγγέλλω.
    εκφρ.
    я тебе -жу – να σου πω (κάτι εκπληκτικό).
    βλ. доложить (2 σημ.).
    -ложу, -ложишь ρ.σ.μ.
    1. βάζω, θέτω συμπληρωματικά, συμπληρώνω, επιπροσθέτω• απογεμίζω• συμπληρώνω ως.
    2. τελειώνω το βάλσιμο, την τοποθέτηση•

    доложить печь τελειώνω το χτίσιμο του φούρνου.

    Большой русско-греческий словарь > доложить

  • 13 подбросить

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω προς τα πάνω, α-ναρρίπτω•

    подбросить мяч πετώ το τόπι προς τα πάνω.

    || (συνήθως απρόσ.) ανατινάσσω, τραντάζω, αναπηδώ. || ρίχνω κάτω από•

    подбросить окурок под диван πετώ το αποτσίγαρο κάτω από το ντιβάνι.

    2. απότομα σηκώνω, ανυψώνω• ανατινάσσω,
    3. επιρρίπτω, βάζω επιπλέον. || (για χαρτπ.) δίνω, ρίχνω, πασσάρω (χαρτί)•

    подбросить валета ρίχνω βαλέ.

    || στέλλω•

    подбросить свежие силы ρίχνω νέες δυνάμεις..

    4. βάζω, ρίχνω κρυφά•

    подбросить документы ρίχνω κρυφά έγγραφα.

    || αφήνω έκθετο, εκθέτω•

    подбросить младенца εκθέτω βρέφος.

    5. μεταφέρω, πηγαίνω ως•

    -рось его до станции μετάφερε τον ως το σταθμό.

    Большой русско-греческий словарь > подбросить

  • 14 подвергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. подверг κ. παλ. подвергнул, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвергнутый, βρ: -нут, -а, -о п. παλ. подверженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. με δοτ. υποβάλλω, βάζω, εκθέτω σε•

    -наказанию υποβάλλω σε τιμωρία (τιμωρώ)•

    критике υποβάλλω σε κριτική (κριτικάρω)•

    -обсуждению βάζω υπο συζήτηση•

    подвергнуть опасности βάζω (εκθέτω) σε κίνδυνο•

    подвергнуть себя риску ριψοκινδυνεύω•

    подвергнуть побоям ξυλοκοπώ.

    υποβάλλομαι, εκτίθεμαι σε υφίσταμαι, υπόκειμαι•

    подвергнуть опасности εκτιθεμαι σε κίνδυνο•

    насмешкам γίνομαι αντικείμενο γέλιου, γελοιοποιούμαι•

    подвергнуть штрафу υπόκειμαι σε πρόστιμο, προστιμάρομαι•

    подвергнуть оскорблению υφίσταμαι προσβολή, προσβάλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подвергнуть

  • 15 облучать

    1. (с воздействием на свойства материала или организма) ακτινοβολώ, εκθέτω ή υποβάλλω σε ακτινοβολία 2. (направлять излучение на объект в целях обнаружения, измерения дальности и т.п.) ακτινοβολώ, φωτίζω, καταυγάζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > облучать

  • 16 повествование

    η αφήγηση, η διήγηση, η εξιστόρηση
    -тельный αφηγηματικός, διηγηματικός
    -ть διηγούμαι, αφηγούμαι
    περιγράφω, εξιστορώ, εκθέτω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повествование

  • 17 подвергать

    υποβάλλω, εκθέτω
    - воздействию - στην επίδραση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подвергать

  • 18 экспонирование

    (выставка, показ) η έκθεση, η παρουσίαση, η αποκάλυψη
    -ть εκθέτω, παρουσιάζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспонирование

  • 19 вкратце

    вкратце
    нареч σέ συντομία, ἐν περιλήψει, σύντομα:
    изложить дело \вкратце ἐκθέτω σύντομα τήν ὑπόθεση.

    Русско-новогреческий словарь > вкратце

  • 20 выкладывать

    выкладывать
    несов
    1. ἐκθέτω γιά πούλημα, ἀραδιάζω·
    2. перен (высказывать) разг διηγούμαι, ἐκμυστηρεύομαι
    3. (чем-либо) ἐπιστρώνω, στρώνω μέ.../ πλακο-<ττρώνω, λιθοστρωνω (плитами).

    Русско-новогреческий словарь > выкладывать

См. также в других словарях:

  • εκθέτω — εκθέτω, εξέθεσα βλ. πίν. 137 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκθέτω — (AM ἐκτίθημι) 1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος 2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος 3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως νεοελλ. 1. θέτω σε κοινή θέα 2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • εκθέτω — έκθεσα και εξέθεσα, εκτέθηκα, εκτεθειμένος, μτβ. 1. θέτω έξω, τοποθετώ στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο χώρο: Εκτέθηκε το πτώμα για αναγνώριση. 2. τοποθετώ προϊόντα φυσικά, βιομηχανικά, καλλιτεχνικά σε ειδική έκθεση: Εκθέτει τους πίνακές του στην αίθουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκθέτῳ — ἔκθετος sent out of the house masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω …   Dictionary of Greek

  • παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… …   Dictionary of Greek

  • διατίθημι — (AM) 1. τακτοποιώ καθετί στη θέση του («θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα», Ξεν. Απομν.) 2. μέσ. διανέμω την περιουσία μου με διαθήκη («καθὼς ἐν τῇ τελευταίᾳ βουλήσει μου διάθωμαι») αρχ. I. 1. κυβερνώ, διαχειρίζομαι («κράτιστα διαθέντι τοῡ πολέμου», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • παραδείκνυμι — και παραδεικνύω Α 1. παραβάλλω, συγκρίνω («χρὴ δὲ ἀναφέρειν παραδεικνύντα ἑαυτῷ τὸν νομοθέτην τῷ λόγῳ», Πλάτ.) 2. δείχνω, υποδεικνύω («παραδεικνύναι τινὶ τὰ δέοντα», Σωσίπ.) 3. (για ζωγράφο) παριστάνω 4. παρουσιάζω, εκθέτω («παραδείκνυμι πότε καὶ …   Dictionary of Greek

  • παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… …   Dictionary of Greek

  • παρεκτίθημι — Α [εκτίθημι] 1. εκθέτω, αφηγούμαι κάτι λεπτομερώς («παρεκτίθημι τὰ πραχθέντα ὅπως γέγονε», Ενάπ.) 2. παθ. παρεκτίθεμαι α) εκθέτω κρυφά το παιδί μου β) θέτω κατά μέρος, παρασιωπώ, υποκρύπτω …   Dictionary of Greek

  • προεκτίθημι — Α [ἐκτίθημι] 1. εκθέτω ή κοινοποιώ προηγουμένως κάτι 2. εκθέτω προκαταρκτικά κάτι («τὰ ἐν τοῑς ἔπεσι τούτοις ζητούμενα προεκθεμένους», Στράβ.) 3. οικοδομώ, κτίζω προέκταση 4. μέσ. προεκτίθεμαι προπαρασκευάζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»