Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

υποβάλλω

  • 1 подвергать

    υποβάλλω, εκθέτω
    - воздействию - στην επίδραση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подвергать

  • 2 химизировать

    υποβάλλω σε χημική επεξεργασία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > химизировать

  • 3 внести

    внести 1) φέρνω μέσα,μπάζω· επιφέρω (в -проект и т. п.) 2) (уплатить) πληρώνω \внестиденьги καταβάλλω (или καταθέτω) χρήματα 3) (вписать) εγγράφω· \внести в список εγγράφω στον κατάλογο 4): \внести предложение υποβάλλω (или κάνω) πρόταση \внести законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο
    * * *
    1) φέρνω μέσα, μπάζω; επιφέρω (в проект и т. п.)
    2) ( уплатить) πληρώνω

    внести́ де́ньги — καταβάλλω ( или καταθέτω) χρήματα

    3) ( вписать) εγγράφω

    внести́ в спи́сок — εγγράφω στον κατάλογο

    4)

    внести́ предложе́ние — υποβάλλω ( или κάνω) πρόταση

    внести́ законопрое́кт — υποβάλλω νομοσχέδιο

    Русско-греческий словарь > внести

  • 4 выставить

    выставить 1) (экспонировать) εκθέτω 2) (предлагать) υποβάλλω, προτείνω· \выставить кан дидатуру υποβάλλω την υπο ψηφιότητα· \выставить требования προβάλλω απαιτήσεις
    * * *
    1) ( экспонировать) εκθέτω
    2) ( предлагать) υποβάλλω, προτείνω

    вы́ставить кандидату́ру — υποβάλλω την υποψηφιότητα

    вы́ставить тре́бования — προβάλλω απαιτήσεις

    Русско-греческий словарь > выставить

  • 5 подать

    θ. παλ. φόρος ατομικός.
    ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.
    1. δίνω, προσφέρω•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    подать руку δίνω το χέρι.

    || (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.
    2. προσφέρω, σερβίρω•

    подать ужин σερβίρω το δείπνο•

    подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.

    3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•

    подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.

    4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.
    5. υποβάλλω•

    подать заявление υποβάλλω αίτηση•

    рапорт υποβάλλω αναφορά•

    подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.

    6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•

    подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.

    7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.
    8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•

    подать совет συμβουλεύω•

    подать милости ελεώ.

    9. παρασταίνω, απεικονίζω•

    автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.

    εκφρ.
    подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•
    подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•
    подать пример – δίνω το παράδειγμα•
    подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.
    1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•

    подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.

    || μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).
    μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.
    2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > подать

  • 6 подавать

    подавать
    несов
    1. δίνω, δίδω, προσφέρω, παρέχω:
    \подавать знак δίδω σημειον \подавать совет δίδω συμβουλήν \подавать милостыню δίνω ἐλεημοσύνη· \подавать повод δίνω ἀφορμή· \подавать пример δίνω τά παράδειγμα· \подавать команду δίνω διαταγή, προστάζω· не \подавать руки́ δέν προτείνω τό χέρι μου· \подавать помощь βοηθώ, παρέχω βοήθειαν
    2. (на стол) σερβίρω:
    обед по́дан τό γεῦμα εἶναι σερβιρισμένο·
    3. (лошадей, машину и т. п.) δίνω· 4:
    \подавать заявление ὑποβάλλω αίτηση· \подавать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω παράπονα· подавать в суд κάνω μήνυση·
    5. тех. τροφοδοτώ· ◊ \подавать мяч спорт. δίνω πάσσα· \подавать в отставку ὑποβάλλω παραίτηση, παραιτοῦμαι· \подавать надежды παρέχω ἐλπίδας· не \подавать признаков жизни δέν δίδω σημεία ζωής.

    Русско-новогреческий словарь > подавать

  • 7 подвергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. подверг κ. παλ. подвергнул, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвергнутый, βρ: -нут, -а, -о п. παλ. подверженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. με δοτ. υποβάλλω, βάζω, εκθέτω σε•

    -наказанию υποβάλλω σε τιμωρία (τιμωρώ)•

    критике υποβάλλω σε κριτική (κριτικάρω)•

    -обсуждению βάζω υπο συζήτηση•

    подвергнуть опасности βάζω (εκθέτω) σε κίνδυνο•

    подвергнуть себя риску ριψοκινδυνεύω•

    подвергнуть побоям ξυλοκοπώ.

    υποβάλλομαι, εκτίθεμαι σε υφίσταμαι, υπόκειμαι•

    подвергнуть опасности εκτιθεμαι σε κίνδυνο•

    насмешкам γίνομαι αντικείμενο γέλιου, γελοιοποιούμαι•

    подвергнуть штрафу υπόκειμαι σε πρόστιμο, προστιμάρομαι•

    подвергнуть оскорблению υφίσταμαι προσβολή, προσβάλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подвергнуть

  • 8 баллотироваться

    баллотироваться βάζω (или υποβάλλω) υποψηφιότητα
    * * *
    βάζω ( или υποβάλλω) υποψηφιότητα

    Русско-греческий словарь > баллотироваться

  • 9 заявление

    заявление с 1) η δήλωση сделать \заявление δηλώνω 2) (ходатайство) η αίτηση, η αναφορά написать \заявление κάνω αναφορά, υποβάλλω αίτηση
    * * *
    с
    1) η δήλωση

    сде́лать заявле́ние — δηλώνω

    2) ( ходатайство) η αίτηση, η αναφορά

    написа́ть заявле́ние — κάνω αναφορά, υποβάλλω αίτηση

    Русско-греческий словарь > заявление

  • 10 кандидатура

    кандидатура ж η υποψη φιότητα* выставить (снять) свою \кандидатурау υποβάλλω (αποσύρω) την υποψηφιότητα μου выдвину! ь чью-л. \кандидатурау προ τείνω υποψήφιο
    * * *
    ж
    η υποψηφιότητα

    вы́ставить (снять) свою́ кандидату́ру — υποβάλλω (αποσύρω) την υποψηφιότητά μου

    вы́двинуть чью-л. кандидату́ру — προτείνω υποψήφιο

    Русско-греческий словарь > кандидатура

  • 11 отставка

    отставка ж η παραίτηση* выйти в \отставкау υποβάλλω παραίτηση, παραιτούμαι
    * * *
    ж
    η παραίτηση

    вы́йти в отста́вку — υποβάλλω παραίτηση, παραιτούμαι

    Русско-греческий словарь > отставка

  • 12 подвергать

    подвергать, подвергнуть υποβάλλω* \подвергать наказанию επιβάλλω ποινή \подвергаться υποβάλλομαι, εκτίθεμαι· \подвергаться опасности διατρέχω κίνδυνο· \подвергаться критике εκτίθεμαι σε κριτική
    * * *
    = подвергнуть

    подверга́ть наказа́нию — επιβάλλω ποινή

    Русско-греческий словарь > подвергать

  • 13 протест

    протест м η διαμαρτυρία* заявить \протест υποβάλλω διαμαρτυρία, διαμαρτύρομαι
    * * *
    м
    η διαμαρτυρία

    заяви́ть проте́ст — υποβάλλω διαμαρτυρία, διαμαρτύρομαι

    Русско-греческий словарь > протест

  • 14 пытка

    пытка ж το βάσανο· το βασανιστήριο (чаще мн.)' подвергнуть \пыткаам υποβάλλω σε βασανιστήρια
    * * *
    ж
    το βάσανο; το βασανιστήριο (чаще мн.)

    подве́ргнуть пы́ткам — υποβάλλω σε βασανιστήρια

    Русско-греческий словарь > пытка

  • 15 вносить

    вносить
    несов·
    1. φέρ(ν)ω/ είσάγω (внутрь)/ ἀνεβάζω, κουβαλῶ ἀπάνω (наверх)·
    2. (платить) συνεισφέρω, καταθέτω·
    3. (включать, вписывать) καταχωρώ, ἀναγράφω, ἐγγράφω:
    \вносить в список καταχωρώ (или ἐγγράφω) στον κατάλογο·
    4. (проект, предложение и т. п.) καταθέτω, είσηγοῦμαι, κάνω, ὑποβάλλω, προτείνω:
    \вносить поправки κάνω τροποποιήσεις, ὑποβάλλω τροπολογίες· ◊ \вносить оживление δίνω ζωντάνια, ἐπιφέρω ζωηρότητά \вносить раздо́ры προκαλώ (или φέρνω) διχόνοια

    Русско-новогреческий словарь > вносить

  • 16 выдвигать

    выдвигать
    несов
    1. (вперед, на середину) προωθώ, φέρνω μπροστά, βγάζω μπροστά·
    2. (ящик, задвижку) τραβώ, σύρω·
    3. перен φέρνω, προσάγω, παρουσιάζω, προβάλλω/ προτείνω, ὑποβάλλω (предлагать)/ ὑποβάλλω, ἀναδείχνω (кандидатуру):
    \выдвигать доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \выдвигать обвинение προβάλλω κατηγορία, κατηγορώ· \выдвигать довод προβάλλω τό ἐπιχείρημα· \выдвигать на первый план προωθώ, προβάλλω, βάζω στήν πρώτη θέση· \выдвигать предложение κάνω πρόταση· \выдвигать вопрос προβάλλω ζήτημα·
    4. (на должность) προτείνω, ἀναδείχνω.

    Русско-новогреческий словарь > выдвигать

  • 17 пытка

    пытк||а
    ж
    1. τά βασανιστήρια, ἡ βάσανος, τό μαρτύριο:
    орудия \пыткаи τά ὅρ-γανα βασανισμού, τά βασανιστήρια· подвергнуть \пыткае βασανίζω, ὑποβάλλω σέ βασανιστήρια, ὑποβάλλω σέ μαρτύρια·
    2. перен τό μαρτύριο[ν], τό βάσανο, ἡ ταλαιπωρία, ἡ δοκιμασία.

    Русско-новогреческий словарь > пытка

  • 18 внести

    -су, -сёшь, παρλθ. χρ. внес, внесла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -сенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, μπάζω, εισφέρω, είσκομίζω•

    внести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.

    2. εγγράφω, καταχωρώ•

    внести в список εγγράφω στον κατάλογο.

    3. πληρώνω•

    внести плату за обучение πληρώνω τα δίδακτρα•

    внести свой долго πληρώνω το μερτικό μου.

    4. (επι)φέρω, προκαλώ•

    внести замешательство φέρω σύγχυση•

    внести разлад в семью φέρω διχόνοια στην οικογένεια.

    5. παρουσιάζω, καταθέτω, προτείνω• υποβάλλω•

    внести предложение κάνω πρόταση•

    -законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο.

    εκφρ.
    - ясность – διασαφηνίζω, διαλευκαίνω.
    εισορμώ, εισβάλλω, μπουκάρω.

    Большой русско-греческий словарь > внести

  • 19 направить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. направленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς•

    направить дуло ружья на врага στρέφω την κάννη του όπλου προς τον εχθρό•

    направить судно κατευθύνω το σκάφος•

    направить удары κατευθύνω τα χτυπήματα•

    направить внимание στρέφω την προσοχή•

    направить взоры στρέφω τα βλέμματα•

    направить разговор γυρίζω την κουβέντα.

    || συγκεντρώνω•

    направить все силы на борьбу κατευθύνω όλες τις δυνάμεις στον αγώνα.

    2. στέλλω•

    направить на фронт κατευθύνω στο μέτωπο•

    направить на работу στέλλω στη δουλειά•

    направить к юристу κατευθύνω στο νομικό (για συμβουλή).

    || υποβάλλω προς•

    направить заявление в бюро жалоб υποβάλλω αίτηση στο γραφείο παραπόνων.

    3. μαθαίνω, δείχνω το δρόμο, την ορθή κατεύθυνση.
    4. ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ. || ακονίζω•

    направить бритву ακονίζω το ξυράφι.

    εκφρ.
    направить путь (шаги, стопы) – κατευθύνομαι, πηγαίνω, παίρνω δρόμο για.
    1. κατευθύνομαι. || μτφ. συγκεντρώνομαι.
    2. ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι• τακτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > направить

  • 20 апеллировать

    εφεσιβάλλω, υποβάλλω/κάνω/ασκώ έφεση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > апеллировать

См. также в других словарях:

  • υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …   Dictionary of Greek

  • ὑποβάλλω — throw pres subj act 1st sg ὑποβάλλω throw pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποβάλλω — υποβάλλω, υπέβαλα βλ. πίν. 146 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποβάλλω — υπόβαλα και υπέβαλα, υποβλήθηκα, υποβλημένος 1. βάζω κάτι στην κρίση ή έγκριση κάποιου, προτείνω, παρουσιάζω: Υποβάλλω πρόταση. 2. εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι: Υποβλήθηκε σε έξοδα. 3. μτφ., υπαγορεύω σε κάποιον τις σκέψεις ή τη θέλησή μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποβάλῃ — ὑποβάλλω throw aor subj mp 2nd sg ὑποβάλλω throw aor subj act 3rd sg ὑποβά̱λῃ , ὑποβάλλω throw aor subj mid 2nd sg (doric) ὑποβά̱λῃ , ὑποβάλλω throw aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβαλοῦσι — ὑποβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑποβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβαλοῦσιν — ὑποβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑποβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβεβλημένα — ὑποβάλλω throw perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) ὑποβεβλημένᾱ , ὑποβάλλω throw perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) ὑποβεβλημένᾱ , ὑποβάλλω throw perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβάλλεσθε — ὑποβάλλω throw pres imperat mp 2nd pl ὑποβάλλω throw pres ind mp 2nd pl ὑποβάλλω throw imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβάλλετε — ὑποβάλλω throw pres imperat act 2nd pl ὑποβάλλω throw pres ind act 2nd pl ὑποβάλλω throw imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβάλλῃ — ὑποβάλλω throw pres subj mp 2nd sg ὑποβάλλω throw pres ind mp 2nd sg ὑποβάλλω throw pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»