-
1 подать
подать δίνω, προσφέρω* προτείνω (предложить)9 \податьобед σερβίρω το φαγητό· \подать* * *δίνω, προσφέρω; προτείνω ( предложить)пода́ть обе́д — σερβίρω το φαγητό
пода́ть пальто́ — προσφέρω το παλτό
пода́ть ру́ку — δίνω το χέρι
••пода́ть мяч — спорт. πασάρω την μπάλα
-
2 подать
подать 1-и θ. παλ. φόρος ατομικός.подать 2ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.1. δίνω, προσφέρω•подать стул προσφέρω κάθισμα•
подать руку δίνω το χέρι.
|| (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.2. προσφέρω, σερβίρω•подать ужин σερβίρω το δείπνο•
подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.
3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.
4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.5. υποβάλλω•подать заявление υποβάλλω αίτηση•
рапорт υποβάλλω αναφορά•
подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.
6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.
7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•подать совет συμβουλεύω•
подать милости ελεώ.
9. παρασταίνω, απεικονίζω•автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.
εκφρ.подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•подать пример – δίνω το παράδειγμα•подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.
|| μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω. -
3 десерт
десерт м τα επιδόρπια; подать на \десерт мороженое и ликёр προσφέρω ένα παγωτό και λικέρ για γλυκό* * *мτα επιδόρπιαпода́ть на десе́рт моро́женое и ликёр — προσφέρω ένα παγωτό και λικέρ για γλυκό
-
4 оказать
оказать παρέχω, προσφέρω· \оказать помощь παρέχω βοήθεια· \оказать гостеприимство φιλοξενώ· \оказать влияние εξασκώ επίδραση\оказать предпочтение προτιμώ* * *παρέχω, προσφέρωоказа́ть по́мощь— παρέχω βοήθεια
оказа́ть гостеприи́мство — φιλοξενώ
оказа́ть влия́ние — εξασκώ επίδραση
оказа́ть предпочте́ние — προτιμώ
-
5 предложить
-
6 преподнести
-
7 услуга
услуга ж η υπηρεσία, η εξυπηρέτηση; оказать \услугау προσφέρω εξυπηρέτηση, εξυπηρετώ; к вашим \услугаам στη διάθεση σας* * *жη υπηρεσία, η εξυπηρέτησηоказа́ть услу́гу — προσφέρω εξυπηρέτηση, εξυπηρετώ
к ва́шим услу́гам — στη διάθεσή σας
-
8 подносить
подноситьнесов1. (приближать) φέρνω κοντά, πλησιάζω (ρετ.):\подносить кии́гу κ глазам φέρνω τό βιβλίο κοντά στά μάτια·2. (доставлять) φέρνω, κουβαλώ:\подносить патроны κουβαλώ φυσίγγια·3. (подарок и т. ἡ.) προσφέρω:\подносить букет цветов προσφέρω ἀνθοδέσμη. -
9 протягивать
протягиватьнесов1. (натягивать) τεντώνω, ἀπλώνω·2. (вытягивать) ἀπλώνω, τείνω, προτείνω:\протягивать руку за чем-л. ἀπλώνω τό χέρι νά πάρω· \протягивать ру́ку кому́-л. а) προσφέρω τό μπράτσο μου, προσφέρω τόν βραχίονα μου, б) (для рукопожатия) προτείνω τό χέρι μου· ◊ \протягивать ру́ку помощи δίνω βοήθεια, τείνω χείρα βοηθείας. -
10 поить
пою, поишь ρ.σ.μ. ποτίζω, δίνω να πιει•на свадьде -ли гостей вином στο γάμο τους καλεσμένους τους πότισαν κρασί•
поить скот ποτίζω τα ζώα.
|| προσφέρω•поить чаем προσφέρω τσάι.
|| βυζαίνω•поить телят βυζαίνω τα μοσχαράκια.
|| αρδεύω•дождь -ит землю η βροχή ποτίζει τη γη.
εκφρ.— (и) кормить – συντηρώ, διατρέφω. -
11 потчевать
ρ.δ.μ. (απλ.) προσφέρω, κερνώ, τρατάρω•потчевать вином κερνώ με κρασί•
потчевать чаем προσφέρω τσάι.
-
12 преподнести
ρ.σ.μ.1. προσφέρω, δίνω•преподнести подарок προσφέρω δώρο.
2. παρουσιάζω κάτι το απροσδόκητο•преподнести сщрприз κάνω κατάπληξη.
3. παρασταίνω•преподнести факты в искажнном виде παρουσιάζω τα γεγονότα διαστρεβλωμένα.
-
13 служить
слуяу, служишь, μτχ. ενστ. служащийρ.δ.1. υπηρετώ (εκτελώ δημόσια, στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία).2. παλ. είμαι υπηρέτης, δούλος.3. παλ. δουλεύω σαν υποταγής. || προσφέρω εκδούλευση• εξυπηρετώ.4. προσφέρω τις υπηρεσίες μου•служить родине υπηρετώ την πατρίδα•
служить народу υπηρετώ το λαό.
|| αποδίδομαι ολοκληρωτικά σε κάτι•служить бахусу το ρίχνω στο πιοτί (λατρεύω το Βάκχο)•
служить Мамоне λατρεύω το Μαμωνά (τον πλούτο).
5. εκτελώ τον προορισμό μου (για μέλη, όργανα του σώματος κ.τ.τ.).6. χρησιμεύω, χρησιμοποιούμαι•шинель эта -ла мне одеялом αυτή η χλαίνη μου χρησίμευσε για σκέπασμα•
служить примером χρησιμεύω για παράδειγμα.
7. ιερατευω• λειτουργώ, εκτελώ λειτουργία.8. (για μερικά ζώα) στέκομαι στα πισινά πόδια.βλ. ρ. ενεργ. φ. (6 σημ.). -
14 совать
сую, сушь, προστκ. суй ρ.δ.μ.1. χώνα, βάζω μέσα•совать руки в карманы βάζω τα χέρια στις τσέπες•
совать вещи в чемодан βάζω τα πράγματα στη βαλίτσα.
2. δίνω (προσφέρω) κρυφά•совать взятку δίνω κρυφά δωροδόκημα.
3. ωθώ, σπρώχνω.4. χτυπώ κρυφά•совать в бок кулаком δίνω κρυφά γροθιά στο πλευρό.
εκφρ.совать голову в петлю – βάζω το κεφάλι στο ντροβά (ριψοκινδυνεύω)•совать под нос кому – χώνω στη μύτη κάποιου (προσφέρω αγροίκως).1. χώνομαι•он -лся в кусты αυτός χώθηκε (κρύφτηκε) στους θάμνους.
2. μτφ. αναμειγνύομαι•он во всё сутся αυτός παντού χώνεται.
|| ενοχλώ, γίνομαι κουνούπι, τσιμπούρι.3. πηγαινοέρχομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε, δώθε-κείθε. -
15 занимать
I. 1. (какое-л. пространство) καταλαμβάνω, πιάνω, κρατώ 2. (запол-нить какой-л. промежуток времени, продлиться) κρατώ, παίρνω 3. (дать какое-л. занятие, дело, работу) απασχολώ, δίνω/προσφέρω δουλειά II.(брать на время, взаймы) δανείζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > занимать
-
16 подавать
δίνω, δίδω, προσδίδω, παρέχω, προσφέρω, τροφοδοτώ- вперёд - προωθώ, προχωρώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подавать
-
17 помощь
1. (содействие, поддержка) η βοήθει/α, η υποστήριξηпредлагать - προτείνω/προσφέρω τη -2. (пособие) η αρωγή, η βοήθεια, η συνδρομή, το βοήθημα, η επικουρία, η επιδότησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > помощь
-
18 предложить
1. (сделать что-л. предметом рассмотрения, выбора со стороны других) προσφέρω, παρέχω, δίνω, δίδω, βάζω, θέτω 2. (помощь, услуги и т.п.) προτείνω, παραθέτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предложить
-
19 предоставить
παρέχω, χορηγώ, παραχωρώ, δίνω, δίδω, προσφέρωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предоставить
-
20 служить
1. (работать по найму) δουλεύωεξυπηρετώπροσφέρω τις υπηρεσίες (μου)2. (исполнять воинские обязанности) υπηρετώ Заработать, трудиться) δουλεύωεργάζομαι4. (выполнять какое-л назначение) εκτελώ τον προορισμό/σκοπό/στόχο (μου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > служить
См. также в других словарях:
προσφέρω — bring to pres subj act 1st sg προσφέρω bring to pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφέρω — προσφέρω, πρόσφερα και προσέφερα βλ. πίν. 217 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσφέρω — και προσφέρνω πρόσφερα, προσφέρθηκα 1. δίνω κάτι ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω: Στο σταθμό μάς πρόσφεραν λουλούδια. 2. προτείνω, βγάζω κάτι για πούλημα: Προσφέρονται είδη ρουχισμού σε χαμηλές τιμές. 3. το μέσ., προσφέρομαι είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… … Dictionary of Greek
προσενηνεγμένα — προσφέρω bring to perf part mp neut nom/voc/acc pl προσενηνεγμένᾱ , προσφέρω bring to perf part mp fem nom/voc/acc dual προσενηνεγμένᾱ , προσφέρω bring to perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσενήνεχθε — προσφέρω bring to perf imperat mp 2nd pl προσφέρω bring to perf ind mp 2nd pl προσφέρω bring to plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφέρεσθε — προσφέρω bring to pres imperat mp 2nd pl προσφέρω bring to pres ind mp 2nd pl προσφέρω bring to imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφέρετε — προσφέρω bring to pres imperat act 2nd pl προσφέρω bring to pres ind act 2nd pl προσφέρω bring to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφέρῃ — προσφέρω bring to pres subj mp 2nd sg προσφέρω bring to pres ind mp 2nd sg προσφέρω bring to pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτιφερόμεθα — προσφέρω bring to pres ind mp 1st pl (epic doric) προσφέρω bring to imperf ind mp 1st pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτιφέροντα — προσφέρω bring to pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric) προσφέρω bring to pres part act masc acc sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)