-
1 κόπτω
Grammatical information: v.Meaning: `strike, smite, hew, hammer, disable, tire out'Other forms: Aor. κόψαι (Il.), pass. κοπῆναι (Att.), perf. κέκοφα (Att.), ep. ptc. κεκοπώς (Ν 60 with v. l. - φώς and - πών; Aeol.? Schwyzer 772; after Chantraine Gramm. hom. 1, 397 rather themat. aor.), midd. κέκομμαι (A.), fut. κόψω (Alc., Hippon.),Derivatives: (Classif. not always clear): 1. κόπος prop. *`stroke' (so in E. Tr. 794 for trad. κτύπος?; cf. also A. Ch. 23), `pain, trouble, labour' (IA.); with κοπώδης `tiring' (Hp., Arist., hell.), κοπηρός `id.' (Hdn.); κοπόομαι, - όω `get tired, tire' (J., Plu. usw.) with κόπωσις (LXX), κοπάζω `get tired, leave off' (Ion. hell.) with κόπασμα (Tz.), κοπιάω ( ἐγ-, συγ-, προ-) `get tired' (IA.) with κοπιαρός `tiring' (Arist., Thphr.), κοπιάτης `land-labourer, digger' (Cod. Theod., Just.), κοπιώδης = κοπώδης (Hp., Arist.), κοπίαι ἡσυχίαι H. - 2. ( ἀπο-, ἐκ-, παρα-, προ- etc.) κοπή `hewing etc.' (IA.) with κόπαιον (Alciphr.), κοπάδιον (Gloss.) `piece', κοπάριον `sort of probe' (medic.), ( ἐγ-, ἐκ-)κοπεύς `oilstamper, chisel ' (hell.; Boßhardt Die Nom. auf - ευς 73). - 3. κόμμα ( διά-, ἀπό-, περί-) `cut in, stamp, part' (IA.) with κομμάτιον `small part' (Eup.), κομματίας `who speaks in short sentences' (Philostr.), - ατικός `consisting of short sentences' (Luc.); 4. κομμός `beat the breast, dirge' (A., Arist.). - 5. κόπις, - ιδος m. `prater' (Heraklit. 81 [?], E. Hec. 132 [lyr.], Lyc.), cf. ὠτοκοπεῖ κεφαλαλγει, ἐνοχλεῖ λαλῶν H., κόπτειν την ἀκρόασιν, δημο-κόπος = δημηγόρος (H.) etc. (Persson Beitr. 1, 162f.; s. also Fraenkel Nom. ag. 2, 48, v. Wilamowitz Herm. 62, 277f.; diff. on κόπις Pisani Acme 1, 324); here (or to κόπος?) κοπίζειν ψεύδεσθαι H.; 6. κοπίς, - ίδος f. `slaughtering knife, curved sabre' (Att.), also name of the meal on the first dayof the Hyacinthies in Sparta (Com.; cf. Nilsson Gr. Rel. 1, 531) with κοπίζω `celebrate the K.' (Ath.); 7. κοπάς, - άδος f. `pruned, lopped' (Thphr.), `bush' (hell. pap.), ἐπι-κοπ-άς `land cleared of wood' (pap.). - 8. κοπετός = κομμός (Eup., LXX, Act. Ap.; from κόπος?; cf. Schwyzer 501 and Chantraine Formation 300). - 9. πρό-, ἀπό-, πρόσ-κοψις etc. from προ-κόπτειν etc. (Sapph., Hp., Arist.). - 10. κόπανον `slaughtering knife, axe' (A. Ch. 890), `pestle' (Eust.), from where κοπανίζω `pound' (LXX, Alex. Trall.) with κοπανισμός, κοπανιστήριον H.; ἐπικόπανον `chopping block' (hell.). - 11. κοπτός `pounded' (Cratin., Antiph.; cf. Ammann Μνήμης χάριν 1, 18); κοπτή ( σησαμίς) `cake from pounded sesame' (hell. ep.), `Meerzwiebel, θαλάσσιον πράσον' (Ath.; which Fur. 318 A 5 considers as Pre-Greek), `pastille' (Dsc.); 12. ἐπι-, περι-κόπτης `satirist' resp. `stonecutter' (Timo resp. pap.), Προκόπτας = Προκρούστης (B. 18, 28); 13. ( ἀπο-, παρα-, προσ- usw.) κοπτικός (medic.) - 14. κόπτρα pl. `wages of a hewer' (Pap.); 15. κοπτήριον `threshing place' (hell. pap.). - 16. Two plant-names: κοπίσκος = λίβανος σμιλιωτός (Dsc. 1, 68, 1), κόπηθρον φυτὸν λαχανῶδες ἄγριον H. - Further verbal nouns like ἀπό-, ἐπί-, παρά-, ὑπέρ-κοπος etc. and compounds like δημο-κόπος (cf. 5. above); s. Sturtevant ClassPhil. 3, 435ff.; on - κόπος, - κοπῶ in NGr. Hatzidakis Glotta 2, 292f.Etymology: The present κόπτω can agree with Lith. kapiù (inf. kàpti) `hew, fell'; nasal present kampù (pret. kapaũ, inf. kàpti) `be cut down, get tired' (cf. κόπος `labour') and uncharacterized Alb. kep `hew', IE. * kopō (not * kapō); (acc. to Mann Lang. 26, 386 from *kopi̯ō, identical with κόπτω?). Further the secondary formation Lith. kapóju, -óti `hew, split, cut down' = Latv. kapãju, -ât `id.', also in Slav., e. g. Russ. kopájo, -átь `hew, dig'. The relation of these forms to the many words with initial sk-, e. g. σκάπτω, σκέπαρνος (s. vv.), is an unsolved question; cf. Pok. 930ff., and W.-Hofmann s. cāpō. - If to σκάπτω etc. the word might be Pre-Greek.Page in Frisk: 1,915-916Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόπτω
-
2 προσκοπτω
(pf. προσκέκοφα)1) ударять, ушибать(τὸν δάκτυλον Arph.; οἱ ἄνεμοι προσέκοψαν τῇ οἰκίᾳ NT.)
2) (тж. π. τὸν πόδα NT.) ударяться, спотыкаться(τινί Xen.; πρὸς λίθον NT.)
3) наносить обиду, оскорблять(τινί Polyb.)
4) оскорбляться, быть задетым(τῇ βαρύτητί τινος Polyb.)
5) быть огорченнымπ. τῷ ζῆν Diod. — возыметь отвращение к жизни, т.е. впасть в полное отчаяние
См. также в других словарях:
επικόπτω — ἐπικόπτω (Α) [κόπτω] 1. χτυπώ πάνω σε κάτι για να τό σκοτώσω, σκοτώνω με χτύπημα («πέλεκυν... ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο, βοῡν ἐπικόψων», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω δέντρα, κόβω τις κορυφές 3. (για θάμνους) κόβω για να καθαρίσω το έδαφος 4. κόβω,… … Dictionary of Greek
κουτσός — ή, ό (Μ κουτσός και κοτσός, ή, όν) (για πρόσ.) αυτός που έχει ελάττωμα στα πόδια ή που έχει ακρωτηριαστεί ένα του πόδι, χωλός νεοελλ. 1. (για έπιπλα) αυτός που τού λείπουν ένα ή περισσότερα πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό είδος παιχνιδιού που… … Dictionary of Greek
κόμμα — Οργανωμένη πολιτική ομάδα, που συνιστά μια ελεύθερη οργάνωση ανθρώπων, η οποία, βασιζόμενη σε μια κοινότητα ιδεολογικού προσανατολισμού ή συμφερόντων, επιδίδεται σε προπαγάνδα, προσηλυτισμό και πολιτικό αγώνα, για την πραγματοποίηση –με την… … Dictionary of Greek
κόψη — η [κόβω] 1. η ενέργεια τού κόβω, τμήση, κοπή 2. η ακμή κοφτερού εργαλείου («σέ γνωρίζω από την κόψη τού σπαθιού την τρομερή», Σολωμ. Εθν. Ύμν.) 3. η κατατομή, η εξωτερική εμφάνιση («έχει αετήσια κόψη») 4. η γραμμή συνάντησης τών δύο πλευρών… … Dictionary of Greek
νεόκοπος — και νιόκοπος, η, ο (Α νεόκοπος, ον) 1. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος 2. (κατ επέκτ.) ο πρόσφατος νεοελλ. 1. (ειδικά) (για νομίσματα) αυτός που κόπηκε πρόσφατα για να μπει στην κυκλοφορία ή έχει μπει πρόσφατα στην κυκλοφορία 2.… … Dictionary of Greek
προσεπιτέμνω — Α 1. χαράζω, σκαλίζω επίσης επάνω στην επιφάνεια 2. κάνω και άλλη τομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιτέμνω «χαράσσω, κόπτω»] … Dictionary of Greek