Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δημο-κόπος

См. также в других словарях:

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • θεατροκόπος — θεατροκόπος, ον (Α) αυτός που επιδιώκει επευφημίες και χειροκροτήματα με δημοκοπικά μέσα και με κολακείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κόπος. ξυλο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • ιδροκόπος — ο αυτός που εργάζεται καλά, ο δουλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + κοπος (< κόπος), πρβλ. δημο κόπος, ξυλο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • μετεωροκόπος — μετεωροκόπος, ο (Α) αυτός που φλυαρεί για υψηλά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κόπος, θεατρο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • κρεοκόπος — κρεοκόπος, ὁ (Α) αυτός που κόβει το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο κόπος, ξυλο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • κόπις — (I) κόπις, ἡ (ΑM) [κοπή] 1. το κεντρί 2. μτφ. ανησυχία. (II) κόπις, ιδος, ὁ (Α) φλύαρος, ψευδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή. Παρόμοια σημασιολογική απόχρωση παρατηρείται και στο β συνθετικό κόπος (< κόπος) τού δημο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • λιθοκόπος — ο (AM λιθοκόπος) αυτός που ασχολείται με τη θραύση λίθων, λιθοθραύστης νεοελλ. εργαλείο με το οποίο θραύονται λίθοι μσν. αυτός που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο κόπος, ξυλο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • λογοκόπος — ο αυτός που λέει μεγάλα και κενά λόγια ή που δίνει πολλές υποσχέσεις αλλά δεν τίς τηρεί, φλύαρος, λογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο κόπος, μεθο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • σεμνοκόπος — ον, Α αυτός που μιλά με κομπορρημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • φαντασιοκόπος — ο / φαντασιοκόπος, ον, ΝΜΑ αυτός που πλάθει με την φαντασία του πράγματα ανύπαρκτα ή αδύνατα και απραγματοποίητα, αυτός που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, φαντασιόπληκτος αρχ. 1. απατεώνας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαντασιοκόπον ταχυδακτυλουργία.… …   Dictionary of Greek

  • οχλοκόπος — ὀχλοκόπος, ον (ΑΜ) αυτός που επιδιώκει να αποκτήσει την εύνοια τού λαού με κάθε τρόπο και κυρίως με τις κολακείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + κόπος (< κόπτω). πρβλ. δημο κόπος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»