-
1 προσφιλως
дружелюбно, благожелательно Soph., Plat.π. ἔχειν и χρῆσθαί τινι Xen. — доброжелательно относиться к кому-л.
-
2 προσφιλώς
-
3 προσφιλῶς
-
4 αρμοδιως
-
5 δέχομαι
δέχομαι, [dialect] Ion., [dialect] Aeol., Cret. [full] δέκομαι, Hdt.9.91, Sapph.1.22, Pi.O.2.69, [tense] impf.Aἐδεκόμην Hdt.3.135
: [tense] fut. δέξομαι, [dialect] Ep. alsoδεδέξομαι Il.5.238
, also in AP5.8 (Rufin.), Aristid.Or.28(49).24; ([place name] Chersonesus); δεχθήσομαι (in pass. sense) LXXLe.22.25: [tense] aor.ἐδεξάμην Il.18.238
, etc.,δεξάμην Pi.P.4.70
; also ἐδέχθην ([etym.] ὑπ-) E.Heracl. 757(lyr., δεχθείς in pass.sense), J.AJ18.6.4, ([etym.] εἰς-) D.40.14 ([voice] Pass.): [tense] pf.δέδεγμαι Il.4.107
, Pi.P.1.100, etc.; imper. δεδεξο Il.5.228, pl. ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἀπο-δεδέχαται Hdt.2.43
, al.:— Hom. also has [dialect] Ep. [tense] impf.ἐδέγμην Od.9.513
, [ per.] 3sg.δέκτο Il.15.88
, al., laterἔδεκτο Pi.O.2.54
, Simon.184; imper.δέξο Il.19.10
, pl.δέχθε A.R.4.1554
; inf. ; part.δέγμενος Il.18.524
(alsoδέχμενος Hsch.
); also a [ per.] 3pl. [tense] pres.δέχαται Il.12.147
; cf. προτίδεγμαι, and v. δεδοκημένος:—I of things as the object, take, accept, receive, etc.,ἄποινα 1.20
, etc.;μισθὸν τῆς φυλακῆς Pl.R. 416e
;φόρον Th.1.90
;δ. τι χείρεσσι Od.19.355
;τὸ διδόμενον παρά τινος Pl.Grg. 499c
;τι ἐν παρακαταθήκῃ παρά τινος Plb.33.6.2
, etc.; δ. τί τινι receive something at the hand of another,δέξατό οἱ σκῆπτρον πατρώϊον Il.2.186
, cf. IG12(3).1075(Melos, vi B. C.), etc.; accept as legal tender, ([place name] Gortyn);τι παρά τινος Il.24.429
;τι ἔκ τινος S. OT 1107
(lyr.);τί τινος Il.1.596
, 24.305, S.OT 1163; also δ. τί τινος receive in exchange for..,χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο Od.11.327
; choose,τι δ. πρό τινος Pl.Lg. 729d
;μᾶλλον δ. τι ἀντί τινος Id.Grg. 475d
: c. inf., prefer,δεξαίμην ἂν πάσας τὰς ἀσπίδας ἐρριφέναι ἢ.. Lys. 10.21
, cf. Pl.Phlb. 63b;δ. μᾶλλον.. X.HG5.1.14
, Smp.4.12;οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν Th.1.143
;Ὀρφεῖ συγγενέσθαι ἐπὶ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ' ἂν ὑμῶν; Pl.Ap. 41a
;οὐκ ἂν δεξαίμην τι ἔχειν And.1.5
.b catch, as in a vessel,ὀπὸν.. κάδοις δ. S.Fr.534.3
.2 of mental reception, take, accept without complaint,χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μῦθον Od.20.271
;κῆρα δ' ἐγὼ τότε δέξομαι Il.18.115
.b accept graciously,τοῦτο δ' ἐγὼ πρόφρων δ. 23.647
; of the gods,ἀλλ' ὅ γε δέκτο μὲν ἱρά 2.420
; προσφιλῶς γέρα δ., of one dead, S.El. 443;τὰ σφάγια δ. Ar.Lys. 204
, cf. Pi.P.5.86; τὸ χρησθέν, τὸν οἰωνὸν δ., accept, hail the oracle, the omen, Hdt.1.63, 9.91;δέχου τὸν ἄνδρα καὶ τὸν ὄρνιν Ar.Pl.63
;δ. τὰ ἀγαθά IG22.410
,al.;ἐδεξάμην τὸ ῥηθέν S.El. 668
: abs., , cf. X.An.1.8.17; accept, approve, τὸν λόγον, ξυμμαχίαν, Hdt.9.5, Th.1.37; τοὺς λόγους ib.95; διδόναι καὶ δέχεσθαι τὰ δίκαια ib.37, cf. h.Merc. 312; δέχεσθαι ὅρκον, v. ὅρκος; accept a confession, and so forgive, .c simply, give ear to, hear, ;δ. ὀμφάν Id.Med. 175
(lyr.);τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δ. Th.2.11
,89.d take or regard as so and so,μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα S.Aj.68
; understand in a certain sense, : c. inf.,κῶλά με δέξαι νυνὶ λέγειν D.H.Comp.22
, cf. Str.1.3.13, etc.II of persons as the object, welcome,κόλπῳ Il.6.483
;ἀγαθῷ νόῳ Hdt.1.60
; ἐν μεγάροισι, ἐν δόμοισιν, Il.18.331, Od.17.110;δόμοις δ. τινά S.OT 818
; στέγαις, πυρὶ δ. τινά, E.Or.47;δ. χώρᾳ Id.Med. 713
; τῇ τόλει δ. to admit into the city, Th.4.103; ἀγορᾷ, ἄστει δ., Id.6.44; ἔσω ibid.;εἰς τὸ τεῖχος X.An.5.5.6
; δ. τινὰ ξύμμαχον accept or admit as an ally, Th.1.43, etc.; accept as security, PGrenf.1.33.4, etc.: metaph. of places, ; entertain,δείπνοις Anaxandr.41.2
(anap.);δωρήμασιν S.OC4
.2 receive as an enemy, await the attack of,ἐπιόντα δ. δουρί Il.5.238
, cf. 15.745; of a hunter waiting for game, 4.107; of a wild boar waiting for the hunters, 12.147; of troops,εἰς χεῖρας δ. X.An.4.3.31
;τοὺς Λακεδαιμονίους δ. Hdt.3.54
, cf. 8.28, Th.4.43;ἐπιόντας δ. Id.7.77
;δ. τὴν πρώτην ἔφοδον Id.4.126
;ἐδέξατο πόλις πόνον E.Supp. 393
.3 expect, wait, c. acc. et [tense] fut. inf.,ἀλλ' αἰεί τινα φῶτα.. ἐδέγμην ἐνθάδ' ἐλεύσεσθαι Od.9.513
, cf. 12.230; alsoδέγμενος Αἰακίδην, ὁπότε λήξειεν Il.9.191
;δεδεγμένος εἰσόκεν ἔλθῃς 10.62
.—In these two last senses, Hom. always uses [tense] fut. δεδέξομαι, [tense] pf. δέδεγμαι, and δεδεγμένος, cf.δεδεγμένος ὁππόθ' ἵκοιτο Theoc.25.228
; δέγμενος is used in sense 3 only, exc. in h.Cer.29, Merc.477: inf. δειδέχθαι as imper., expect, c. gen.,βορέω Arat.795
, cf. 907, 928.III rarely with a thing as the subject, occupy, engage one, τίς ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας [αὐτούς]; Pi.P.4.70.4 Geom., contain, circum-scribe,γωνίας ἴσας Euc.3
Def.11;πεντάγωνον Papp.422.34
.IV intr., succeed, come next,ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί Il.19.290
; ;ἄλλος ἐξ ἄλλου δ. Emp.115.12
; of places,ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται Hdt.7.176
. ( δέκομαι is prob. the original form, cf. Slav. desiti, dositi 'find'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέχομαι
-
6 λιπερνέω
A to be poor, Suid. (who also has λιφερνῶν sine gloss.); [full] λῐφερνέω, to be meagre,στάχυς J.AJ2.5.5
:—but Hsch. has λιφερνοῦντες· ἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπερνέω
См. также в других словарях:
προσφιλώς — προσφιλῶς Ν ΜΑ, ποιητ. τ. προσφιλέως Α επίρρ. βλ. προσφιλής … Dictionary of Greek
προσφιλῶς — προσφιλής dear adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφιλής — ές, ΝΜΑ αγαπητός αρχ. 1. (για πράγματα, πράξεις, καταστάσεις κ.λπ.) αρεστός, ευχάριστος («σχῆμα... στολῆς... προσφιλεστάτης ἐμοί», Σοφ.) 2. αυτός που έχει αγαθές διαθέσεις προς κάποιον, ευμενής, ευνοϊκός («ὑπάρχων εὐεργετικὸς καὶ μεγαλόδωρος καὶ… … Dictionary of Greek
λιπερνώ — λιπερνῶ και λιφερνῶ, έω (Α) [λιπερνής] 1. (κατά το λεξ. Σούδα) είμαι φτωχός, πενιχρός 2. (κατά τον Ησύχ.) «λιφερνοῡντες ἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες» … Dictionary of Greek
λιφερνώ — λιφερνῶ, έω (Α) 1. λιπερνώ*, είμαι ισχνός, αδύνατος, λεπτοκαμωμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «λιφερνοῡντες ἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λιπερνής] … Dictionary of Greek
φιλερνώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «φιλερνοῡντες ἐν συδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐρνοῦμαι «αναδίδω, βλαστάνω» (< ἔρνος)] … Dictionary of Greek