Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσηγορία

См. также в других словарях:

  • προσηγορία — προσηγορίᾱ , προσηγορία friendly greeting fem nom/voc/acc dual προσηγορίᾱ , προσηγορία friendly greeting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορίᾳ — προσηγορίαι , προσηγορία friendly greeting fem nom/voc pl προσηγορίᾱͅ , προσηγορία friendly greeting fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορία — η, ΝΜΑ [προσήγορος] ονομασία, επωνυμία, χαρακτηρισμός που δίνεται σε κάποιον ή κάτι («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ αὐτοῡ τοῡ συμπτώματος», Πολ.) μσν. αρχ. 1. φιλικός χαιρετισμός, προσφώνηση («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ… …   Dictionary of Greek

  • προσηγορία — η ονομασία, επωνυμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσηγορίας — προσηγορίᾱς , προσηγορία friendly greeting fem acc pl προσηγορίᾱς , προσηγορία friendly greeting fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορίαι — προσηγορία friendly greeting fem nom/voc pl προσηγορίᾱͅ , προσηγορία friendly greeting fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορίαν — προσηγορίᾱν , προσηγορία friendly greeting fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγοριῶν — προσηγορία friendly greeting fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορίαις — προσηγορία friendly greeting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκόνα — η 1. (ως προσηγορία γυναικών αριστοκρατικής καταγωγής) κυρία, κυρά, δέσποινα 2. (ως θωπευτική προσηγορία γυναίκας) αγαπητή, καλή 3. ειρων. αυτή που κάνει τη μεγάλη κυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμαν. cocoană] …   Dictionary of Greek

  • μισσέρ — και μίσσερ και μισέρ, ο (Μ μισσέρ και μισέρ και μεσ[σ]έρ και μεσσίρ και μίσσερ και μισσέρε και μισσί και μισσιέρ και μισσίρ και μισσίρε) (στη Βενετία και στις βενετοκρατούμενες περιοχές) τιμητική προσηγορία ή προσφώνηση πριν από το όνομα ευγενών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»