Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

προσηγορία

  • 1 батюшка

    -и, γεν. πλθ. -шек, δοτ. -шкам, α.
    1. πατέρας.
    2. (προς συνομιλητή) παλ. πατερούλη.
    3. (προσηγορία σε μοναχούς, ιερείς) πάτερ.
    εκφρ.
    -и (мой)! -и светы! – θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγιά μου! (για θαυμασμό ή φόβο)•
    по -е звать (величать) – καλώ, φωνάζω κάποιον με το πατρώνυμο.

    Большой русско-греческий словарь > батюшка

  • 2 брат

    -а, πλθ. братья, -ьев α.
    αδερφός, αδελφός•

    у меня два -а έχω δυο αδέρφια•

    -ья по классу ταξικά αδέρφια.

    || μέλος μονής•

    афанасий ο αδελφός Αθανάσιος.

    || (προσηγορία).αδερφέ•

    послушай брат άκουσε αδερφέ.

    || ο όμοιος•

    ваш брат ο αδερφός σας (ο όμοιος σας)’ свой ο αδερφός κάποιου (ο όμοιος του).

    εκφρ.
    на -а – στον καθένα, στο κάθε άτομο•
    черт не-(кому) – δεν λογαριάζει κανέναν, τίποτε.

    Большой русско-греческий словарь > брат

  • 3 величать

    ρ.δ.μ.
    1. ονομάζω, αποκαλώ, προσαγορεύω μέγαν, μεγάλον ή με τιμητική προσηγορία•

    его -ли Гомером и Вергилием τον αποκαλούσαν Όμηρο και Βιργίλιο.

    2. τραγουδώ προς τιμήν κάποιου.
    3. εκκλσ. παλ. δοξολογώ, υμνώ.
    1. ονομάζομαι, αποκαλούμαι μέγας ή με τιμητική ονομασία.
    2. δοξολογούμαι, υμνούμαι.
    3. (απλ.) καλούμαι, φωνάζομαι με το πατρώνυμο.
    4.•περηφανεύομαι, καυχιέμαι, επαίρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > величать

  • 4 высочество

    ουδ. (προσηγορία) υψηλότητα•

    ваше высочество η υψηλότητά σας.

    Большой русско-греческий словарь > высочество

  • 5 господин

    -а, πλθ. -да, -од, -ам α.
    1. κύριος, κυρίαρχης, άρχοντας. || αφέντης, αφεντικό. || οικοδεσπότης.
    2. κύριος (από προνομιούχα τάξη). || κύριος (τιμητική προσηγορία, ειρωνικά ή περιφρονητικά).
    εκφρ.
    быть -ом своего слова ή своему слову – κρατώ το, λόγο μου, τηρώ την υπόσχεση•
    служу двум -ам – υπηρετώ δυο αφεντικά (δυο γραμμές, δυο κόμματα κ.τ.τ.)• сам себе господин είμαι κύριος του εαυτού μου, είμαι αυτεξούσιος.

    Большой русско-греческий словарь > господин

  • 6 дофин

    α.
    προσηγορία επίδοξου διαδόχου των Βουρβώνων από την ονομασία της επαρχίας Ντοφίν.

    Большой русско-греческий словарь > дофин

  • 7 драгоценный

    επ., βρ: -енен, -нна, -нно;
    1. πολύτιμος, τιμαλφής• ανεκτίμητος•

    драгоценный подарок πολύτιμο δώρο•

    терять -ов время χάνω τον πολύτιμο χρόνο.

    2. (προσηγορία) φίλτατος, ακριβός, προσφιλής.
    εκφρ.
    - ые камни – πολύτιμα πετράδια, -μες πέτρες, -μοι λίθοι.

    Большой русско-греческий словарь > драгоценный

  • 8 кум

    -а, πλθ. кумовьй
    -ьв α. κουμπάρος. || (φιλοφρονητική προσηγορία προς γνωστούς)• (απλ.) κουμπάρε•

    здорово кум ! γεια σου, κουμπάρε!

    Большой русско-греческий словарь > кум

  • 9 лапушка

    θ.
    1. πέλμα μικρό.
    2. (χαϊδευτική προσηγορία σε γυναίκα ή παιδί) καλή μου• καλό μου, κανακάρη μου.

    Большой русско-греческий словарь > лапушка

  • 10 лебёдка

    θ.
    1. κύκνος (το θηλυκό).
    2. (χαιδευτική προσηγορία σε γυναίκα) καμάρι μου χιονάτη μου λυγερή μου.
    θ. βαρούλκο.

    Большой русско-греческий словарь > лебёдка

  • 11 патер

    α.
    πάτερ (προσηγορία ιερέων).

    Большой русско-греческий словарь > патер

  • 12 преосвященство

    ουδ. (με τις αντων. ваше, его κ.τ.τ.) παν ιερότητα, πανοσιότητα, σεβασμιότητα (προσηγορία επισκόπων).

    Большой русско-греческий словарь > преосвященство

  • 13 разговорчивость

    θ.
    ομιλητικότητα, ευ-προσηγορια, στωμυλία.

    Большой русско-греческий словарь > разговорчивость

  • 14 титул

    α.
    1. τίτλος (τιμητική προσηγορία).
    2. επιγραφή βιβλίου.
    3. (οικον.) τίτλος.
    4. (νομ.) τίτλος•

    титул собственности τίτλος κυρ ιότητας.

    Большой русско-греческий словарь > титул

  • 15 товарищ

    α.
    1. σύντροφος•

    фронтовой товарищ συμπολεμιστής•

    товарищ по оружию συστρατιώτης ή συμμαχητής•

    школьные -и οι μαθητές του ίδιου σχολείου•

    попутный товарищ συνοδοιπόρος•

    детства παιδικός φίλος•

    взять кого себе в товарищ προσεταιρίζομαι κάποιον.

    2. μέλος της αυτής οργάνωσης ή κόμματος• εταίρος•

    всетоварищи здесь? товарищ одного -а нет όλοι οι σύντροφοι είναι παρόντες; товарищ ένας σύντροφος λείπει.

    3. προσηγορία μεταξύ σοβιετικών πολιτών μετε-παναστατικά, αντί του κύριος•, скажите, пожалуйста, как попасть на Площадь «Свободы»? σύντροφε, πέστε μου, σας παρακαλώ, πως να πάω για την πλατεία «Ελευθερίας»; || συνάδελφος•

    товарищ по работе, по службе συνάδελφος (από τη δουλειά ή υπηρεσία).

    4. παλ. αντικαταστάτης•

    товарищ прокурора ο αντεισαγγελέας•

    товарищ министра ο υφυπουργός•

    товарищ председателя ο αντιπρόεδρος.

    εκφρ.
    товарищ по несчастью – ο ομοιοπαθής.

    Большой русско-греческий словарь > товарищ

  • 16 фрау

    άκλ. θ. κυρία, δέσποινα (τιμητική προσηγορία παντρεμένης γυναίκας).

    Большой русско-греческий словарь > фрау

  • 17 Appellation

    subs.
    P. προσηγορία, ἡ, πρόσρημα, τό, see Name.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Appellation

  • 18 Designation

    subs.
    Appointment: P. and V. κατάστασις, ἡ.
    Name: P. and V. ὄνομα, τό, P. προσηγορία, ἡ, πρόσρημα, τό, ἐπίκλησις, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Designation

См. также в других словарях:

  • προσηγορία — προσηγορίᾱ , προσηγορία friendly greeting fem nom/voc/acc dual προσηγορίᾱ , προσηγορία friendly greeting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορίᾳ — προσηγορίαι , προσηγορία friendly greeting fem nom/voc pl προσηγορίᾱͅ , προσηγορία friendly greeting fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορία — η, ΝΜΑ [προσήγορος] ονομασία, επωνυμία, χαρακτηρισμός που δίνεται σε κάποιον ή κάτι («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ αὐτοῡ τοῡ συμπτώματος», Πολ.) μσν. αρχ. 1. φιλικός χαιρετισμός, προσφώνηση («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ… …   Dictionary of Greek

  • προσηγορία — η ονομασία, επωνυμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσηγορίας — προσηγορίᾱς , προσηγορία friendly greeting fem acc pl προσηγορίᾱς , προσηγορία friendly greeting fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορίαι — προσηγορία friendly greeting fem nom/voc pl προσηγορίᾱͅ , προσηγορία friendly greeting fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορίαν — προσηγορίᾱν , προσηγορία friendly greeting fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγοριῶν — προσηγορία friendly greeting fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορίαις — προσηγορία friendly greeting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκόνα — η 1. (ως προσηγορία γυναικών αριστοκρατικής καταγωγής) κυρία, κυρά, δέσποινα 2. (ως θωπευτική προσηγορία γυναίκας) αγαπητή, καλή 3. ειρων. αυτή που κάνει τη μεγάλη κυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμαν. cocoană] …   Dictionary of Greek

  • μισσέρ — και μίσσερ και μισέρ, ο (Μ μισσέρ και μισέρ και μεσ[σ]έρ και μεσσίρ και μίσσερ και μισσέρε και μισσί και μισσιέρ και μισσίρ και μισσίρε) (στη Βενετία και στις βενετοκρατούμενες περιοχές) τιμητική προσηγορία ή προσφώνηση πριν από το όνομα ευγενών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»