-
1 ευπροσηγορία
εὐπροσηγορίαι, εὐπροσηγορίαaffability: fem nom /voc plεὐπροσηγορίᾱͅ, εὐπροσηγορίαaffability: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εὐπροσηγορίᾳ
εὐπροσηγορίαι, εὐπροσηγορίαaffability: fem nom /voc plεὐπροσηγορίᾱͅ, εὐπροσηγορίαaffability: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 ευπροσηγορια
-
4 ευπροσηγορία
η приветливость, любезность; учтивость; вежливость -
5 εὐπροσηγορία
εὐπροσ-ηγορία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπροσηγορία
-
6 ευπροσηγορίας
εὐπροσηγορίᾱς, εὐπροσηγορίαaffability: fem acc plεὐπροσηγορίᾱς, εὐπροσηγορίαaffability: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 εὐπροσηγορίας
εὐπροσηγορίᾱς, εὐπροσηγορίαaffability: fem acc plεὐπροσηγορίᾱς, εὐπροσηγορίαaffability: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
εὐπροσηγορίᾳ — εὐπροσηγορίαι , εὐπροσηγορία affability fem nom/voc pl εὐπροσηγορίᾱͅ , εὐπροσηγορία affability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπροσηγορία — η (ΑΜ εὐπροσηγορία) [ευπροσήγορος] η προσήνεια, η καταδεκτικότητα … Dictionary of Greek
εὐπροσηγορίας — εὐπροσηγορίᾱς , εὐπροσηγορία affability fem acc pl εὐπροσηγορίᾱς , εὐπροσηγορία affability fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβερτοσύνη — η [αβέρτος] 1. ειλικρίνεια, ανυστεροβουλία 2. ευπροσηγορία, προθυμία 3. απλοχεριά, κουβαρντοσύνη … Dictionary of Greek
γλυκομίλημα — το 1. ευχάριστη συζήτηση, ευπροσηγορία 2. ευχάριστος λόγος 3. ερωτικός λόγος … Dictionary of Greek
ενηείη — ἐνηείη, η (Α) [ενηής] πραότητα, αγαθότητα, ευπροσηγορία, ευμένεια («νῡν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῑο μνησάσθω», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ευαπαντησία — εὐαπαντησία, ἡ (Α) [ευαπάντητος] η ευπροσηγορία … Dictionary of Greek
εύχαρις — ι (ΑΜ εὔχαρις, ι) αυτός που έχει χάρη, θελκτικός, ευχάριστος, ευάρεστος, επίχαρις νεοελλ. βοτ. γένος τών αμαρυλλιδών φυτών αρχ. 1. (επίθ. τού Έρωτος και τής Αφροδίτης) ο γεμάτος χάρη, ο χαριτωμένος 2. (για τόπους) ευάρεστος 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
ηδυέπεια — η (Α ἡδυέπεια) [ηδυεπής]. η γλυκύτητα τής ομιλίας, η ευπροσηγορία αρχ. ως επίθ. ποιητ. τ. τού θηλ. τού επιθ. ηδυεπής* … Dictionary of Greek
ηδυγλωσσία — η (Α ἡδυγλωσσία) [ηδύγλωσσος] γλυκύτητα γλώσσας, ομιλίας, ευπροσηγορία … Dictionary of Greek
ηθικότητα — η (Α ἠθικότης) [ηθικός] νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού ηθικού ανθρώπου, χρηστότητα, τιμιότητα, αρετή 2. (φιλοσ.) η συμφωνία τής βούλησης προς τον ηθικό νόμο η οποία προέρχεται από αγνή διάθεση αρχ. ο ηθικός λόγος, η προσήνεια, η ευπροσηγορία … Dictionary of Greek