-
1 προέδρων
πρόεδροςone who sits in the first place: masc gen pl -
2 ἐπιστάτης
A one who stands near or by: hence, like ἱκέτης, suppliant, οὐ σύ γ' ἂν.. σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλαδοίης Od.17.455
.2. in battle-order, one's rear-rank man, X.Cyr. 3.3.50, 8.1.10, al.b. also, even numbers in a λόχος, Ascl.Tact.2.3, Arr.Tact.6.6.II. one who stands or is mounted upon, ἁρμάτων ἐ., of a charioteer, S.El. 702, E.Ph. 1147; ἐλεφάντων ἐ., of the driver, Plb.1.40.11.2. one who is set over, chief, commander, A.Th. 816 ( 815); ; ποιμνίων ἐ. S.Aj.27; ἐρετμῶν ἐ. E.Hel. 1267; θύματος ἐ. Id.Hec. 223; but ταύρων πυρπνόων ζεύγλῃσι mastering them with.., Id.Med. 478; ἐνόπτρων καὶ μύρων, of the Trojans, Id.Or. 1112; ἐ. Κολωνοῦ, of a tutelary god, S.OC 889; [καιρὸς] ἀνδράσιν μέγιστος ἔργου παντός ἐστ' ἐ. Id.El.76; also in Prose, ἐ. γενέσθαι τῶν λόγων ἴσους καὶ κοινούς judges, And.4.7; ποίας ἐργασίας ἐ.; Answ. ἐ. τοῦ ποιῆσαι δεινὸν λέγειν (where it = ἐπιστήμων) Pl.Prt. 312d;πραγμάτων Isoc.4.121
; ἐπιστάται ἄθλων stewards of games, Pl.Lg. 949a, cf. X.Lac.8.4; of a pilot, Id.Oec.21.3; supervisor of training, Pl. R. 412a, X.Mem.3.5.18 (pl.);ἐ. τῶν παίδων IG12(1).43
([place name] Rhodes);τῶν ἐφήβων Inscr.Prien.112.73
(i B.C.): voc. ἐπιστάτα, = Rabbi, Ev. Luc.5.5, al.III. president of a board or assembly: at Athens, ἐ. τῶν πρυτάνεων chairman of βουλή and ἐκκλησία in cent. v, Arist. Ath.44.1, later, keeper of Treasury or Archives, IG3.841, etc.; ἐ. τῶν προέδρων chairman of βουλή and ἐκκλησία from cent.iv, Aeschin. 3.39, D.22.9, etc.;ἐ. ὁ ἐκ τῶν προέδρων IG22.204.31
(iv B.C.); in other Greek states, ib.12(1).731 ([place name] Rhodes), 12(7).515.116, 125 ([place name] Amorgos), etc.; ἐ. τῶν νομοθετῶν ib.22.222; τῶν δικα[στῶν] LW 1539 ([place name] Erythrae).2. overseer, superintendent, in charge of any public building or works, τοῦ νεὼ τοῦ ἐν πόλει, i.e. of the temple of Athena Polias, IG12.372; (ii B.C.); ἐ. τῶν ἔργων clerk of the works, D.18.114, LXXEx.1.11 (pl.);τῶν δημοσίων ἔργων Aeschin.3.14
; τοῦ ναυτικοῦ ib.222;τῆς Ἀκαδημείας Hyp.Dem.Fr.7
;τοῦ Μουσείου OGI104.4
(ii B.C.);τῶν κοπρώνων D.25.49
.3. governor, administrator,τῆς πόλεως OGI254.3
(Babylon, ii B.C.), cf. IG12(3).320.7 (Thera, iii B.C.), OGI479.7 (Dorylaeum, ii A.D.); κώμης local magistrate, Arch.Pap.4.38.4. = προστάτης, Lat. patronus, IG14.1317.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστάτης
-
3 ἐπιστατέω
Aἐπεστάτηκα Michel164.10
([place name] Delos):— to be an ἐπιστάτης, to be set over, , E.Fr.188.4; ἡ ψυχὴ ἐ. τῷ ;ἐπιστήμη ἐ. τῇ πράξει Id.R. 443e
; τῷ τοῦ νομοθέτου , cf. 405d (but τέχνῃ according to art, Id.Plt. 293b): abs., Durrbach Choix d'inscrr. de Délos 159, PCair.Zen.34.7;εἰ μὴ ἐπιστατοῖ τὸ τάττον Plot.4.4.16
.2. c. gen., to be in charge of, have the care of,τοῦ ἔργου Hdt.7.22
;ἔργων X.Mem.2.8.3
;ζῴων Id.Cyr.1.1.2
; τοῦ εἶναι οἵους δεῖ ib.8.1.16;τῆς παιδείας Pl.R. 600d
; οὐκὀρθῶς ἂν ἔχοι τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν Id.Prt. 338b
; ὅλωντῶν πραγμάτων Isoc.4.104
; τῶν λαῶν σκληρῶς ἐ. Mnaseas 32; ἐ.νοσεόντων Hp.Praec.6
.3. stand by, aid, οὐ ψεῦδις μάρτυς ἕργμασιν ἐ. Pi.N.7.49; .4. rarely c. acc., attend, follow, τίς γάρ με μόχθος οὐκ ἐπεστάτει; S.Fr. 150.5. stand in the rear rank, Ascl.Tact.10.15.6. notice, observe, Sch.Pi. O.3.81.II. at Athens and elsewhere, to be ἐπιστάτης or president (in the βουλή and ἐκκλησία), freq. at the head of decrees, ἔδοξεν τῷδήμῳ·.. Νικιάδης ἐπεστάτει Th.4.118
, cf. Ar.Th. 374, Lexap.And.1.96, IG12.10, al., Arist.Ath.44.3; in other cities, SIG279.1 (Zelea, iv B.C.), OGI219.1 (Ilium, iii B.C.), etc.;προέδρων Inscr.Magn.2
, al.: generally, preside over,δικαστηρίων OGI556.13
([place name] Tlos).2. exercise the office ofἐπιστάτης 111.2
, τοῦ Καίσαρος ναοῦ ib.555.2 ([place name] Oenoanda): abs., SIG707.21 (Olbia, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστατέω
-
4 ἐπιψηφίζω
A put to the vote, in Senate or Assembly,ἐ. τὰς γνώμας Antipho 6.45
, etc.;ταῦτα D.22.9
: c.inf., put it to the vote that.., Th.2.24 ; of the President in the Amphict. Council,ἐ. τὰς γνώμας Aeschin.3.124
.2 abs., put the question, Th.6.14, etc.; οὐκ ἠθέλησεν ἐπιψηφίσαι, of Socrates, X.Mem.1.1.18 ; in the preface to decrees,τῶν προέδρων ἐπεψήφιζε ὁ δεῖνα IG22.44
, al., cf. Decr. ap. And. 1.77 ; ἐ.ἐς τὴν ἐκκλησίαν (at Sparta) Th.1.87 ;ἐ. τῇ ἐκκλησίᾳ Luc. Tim.44
.3 ἐ. τινί to put the question for or at the instance of any one, Hdt.8.61.4 ἐ. τοὺς παρόντας to put the question to them, take their votes, Pl.Grg. 474a, cf. 476a.II [voice] Pass., to be put to the vole, Aeschin.2.67,3.126, Michel 163.40 ([place name] Delos) ; of an office, to be voted upon, Arist.Pol. 1301b25.III later in [voice] Med., of the Assembly itself, or generally of voters, vote, approve,τὰ ῥηθέντα D.S.19.61
, cf. D.H.6.71,84, Plu.Cic.33 (also in [voice] Act.,D.H.7.38, Luc.Charid.12).2 ἐ. χρόνον τινί vote an extension of command, Plu.Flam.7 ; also στρατιὰν ἄλλην ἐ. πέμπειν v.l.in Th.7.16.3 [voice] Med.in act. sense, IG 12(7).239 ([place name] Amorgos), 12(9).4 ([place name] Carystus), Just.Nov.15.6 Ep.V calculate, Vett.Val.352.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιψηφίζω
См. также в других словарях:
προέδρων — πρόεδρος one who sits in the first place masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭККЛЕСИЯ — • Έκκλησία, народное собрание, в греческих республиках настоящий центр верховной власти, в разных государствах состояло из различных элеметов и имело различные полномочия. Нам предстоит заняться преимущественно афинскою и спартанскою… … Реальный словарь классических древностей
Экклесия — Пникс трибуна оратора Экклесия (др. греч. ἐκκλησία) в … Википедия
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek
επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… … Dictionary of Greek
προεδρία — η, ΝΜΑ, και προεδρεία ΝΜ, και ιων. τ. προεδρίη Α το αξίωμα τού προέδρου νεοελλ. 1. η χρονική περίοδος τής θητείας τού προέδρου («επὶ τής προεδρίας του τα πράγματα ήταν διαφορετικά») 2. φρ. α) «προεδρία τής δημοκρατίας» ί) το αξίωμα τού Προέδρου… … Dictionary of Greek
πρωτοπρόεδρος — ὁ, Μ ο πρώτος μεταξύ τών προέδρων … Dictionary of Greek
πρωτόκολλο — το, πρωτόκολλον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (νομ.) δημόσιο έγγραφο με το οποίο οι κατά τον νόμο αρμόδιοι υπάλληλοι πιστοποιούν παράβαση νόμου και επιβάλλουν, συνήθως, το προβλεπόμενο για την κάθε περίπτωση πρόστιμο («πρωτόκολλο δασικής παράβασης») 2. βιβλίο… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek