Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πουλυβότειρα

См. также в других словарях:

  • πουλυβότειρα — πολυβότειρα much fem nom/voc sg (epic) πουλυβότειρα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πουλυβότειρα — ἡ, Α (επικ. τ.) βλ. πολυβότειρα …   Dictionary of Greek

  • POLYBOEA — Dea. Hesych. Πολύβοια, θεός τις, ὑπ᾿ ενίων Α῎ρτεμις, ὑπὸ δὲ ἄλλων Κόρη, nempe a βόω, sive βόςκω, pasco, ut idem sit ac Homeri Πουλυβότειρα, aut Παμβῶτις γῆ, quod apud Sophoclem in Philoctete Ac fortasse similiter Heracleenses, matrem eius Cererem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πολυβότειρα — ἡ, και επικ. τ. πουλυβότειρα, Α (για γη) 1. αυτή που τρέφει πολλούς («ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτή που παρέχει πολλή τροφή, πολύτροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βότειρα (θηλ. τού βοτήρ < θ. βο τού βόσκω), πρβλ. λαο βότειρα] …   Dictionary of Greek

  • πουλυβοτείρῃ — πολυβότειρα much fem dat sg (epic ionic) πουλυβότειρα fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πουλυβότειραν — πολυβότειρα much fem acc sg (epic) πουλυβότειρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»