-
1 πολυβοτειρα
-
2 πολυβότειρα
πολυβότειραmuch-fem nom /voc sg -
3 πολυβότειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυβότειρα
-
4 πολυβότειρα
πολυ - βότειρα, πουλυβότειρα ( βόσκω): much- or all-nourishing, epith. of the earth, Ἀχαιίς, Il. 11.770.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολυβότειρα
-
5 πολυβότειρα
πολυ-βότειρα, ἡ, viele ernährend -
6 πολυβότειραν
πολυβότειραmuch-fem acc sg -
7 πουλυβότειρα
πολυβότειραmuch-fem nom /voc sg (epic)πουλυβότειραfem nom /voc sg -
8 πουλυβότειραν
πολυβότειραmuch-fem acc sg (epic)πουλυβότειραfem acc sg -
9 πουλυ-βότειρα
πουλυ-βότειρα, ἡ, ion. statt πολυβότειρα; und so sind alle mit πουλυ- anfangenden Zusammensetzungen als ion. u. poet. Formen für πολυ- anzusehen und unter den so anfangenden Wörtern nachzusehen; Hom. hat die Dehnung übrigens nur in πουλυβότειρα und πουλύπους; sp. Dichter der Anthologie in allen Wörtern, z. B. πουλυγάλακτος, πουλύγαμος, πουλυμανής, πουλυμερής, πουλυμεϑής, πουλυσέβαστος, πουλυτενής u. ä.
-
10 χθών
χθών, ἡ, gen. χϑονός, Erde, Erdboden; ὑπὸ χϑὼν σμερδαλέον κονάβιζε ποδῶν Il. 2, 465; ἐπὶ χϑονὶ κεῖτο τανυσϑείς 20, 483, u. sonst; sie heißt εὐρεῖα oft, wie εὐρυόδεια, πολυβότειρα; Hom. vrbdt auch ἐμεῠ ζῶντος καὶ ἐπὶ χϑονὶ δερκομένοιο, Il. 1, 88 Od. 16, 439; vgl. ἐπὶ χϑονὶ σῖτον ἔδοντες 8, 222; δύςζηλοι γάρ τ' εἰμὲν ἐπὶ χϑονὶ φῠλ' ἀνϑρώπων 7, 307; χϑονὸς μὲν εἰς τηλουρὸν ἥκομεν πέδον Aesch. Prom. 1; κίον' οὐρανοῦ τε καὶ χϑονὸς ὤμ οις ἐρείδων 349; u. oft in diesem Ggstz bei den Tragg., wie im Ggstz von ϑάλασσα, Aesch. Ag. 562; χϑόνα δύμεναι, unter die Erde gehen, d. i. sterben, Il. 6, 411; Hes. Sc. 151; wie ὁ κατὰ χϑονὸς Ἅιδης Aesch. Ag. 1359; οἱ ὑπὸ χϑονὸς φίλοι, die Todten in der Unterwelt, Ch. 820; Ἐτεοκλέα κατὰ χϑονὸς ἔκρυψε Soph. Ant. 24, wie ὑπ ὸ χϑονὸς κεκε υϑέναι Aesch. Spt. 588. – Dah. das Innere der Erde, der Erdschooß, s. Herm. Eur. Hec. 70. – Bei den Tragg. auch von den einzelnen Ländern, πᾶσα χϑὼν Ἀσιῆτις Aesch Pers. 61; ἔς τε Φωκέων χϑόνα 477, u. öfter; Soph. Phil. 477. 660 Ant. 1147 u. sonst; u. überh. = πόλις, Valck. Eur. Phoen. 6, Seidl. Troad. 4. – Vgl. χαμαί, humus.
-
11 πολυβοτείρη
-
12 πολυβοτείρῃ
-
13 πουλυβοτείρη
-
14 πουλυβοτείρῃ
-
15 πουλυβότειρα
πουλῠβότειρα, ἡ, metri gr. for πολυβότειρα, Hom. and Hes.; so all other compds. with πολύ may be lengthd. in hexameter verse to πουλυ-, metri gr.,A v. πολυ-:—Hom. however uses the licence only in this word, in the gen. sg. of πουλύπους, and in the pr. n. Πουλυδάμας.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πουλυβότειρα
-
16 πουλυβότειρα
πουλυβότειρα: see πολυβότειρα.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πουλυβότειρα
См. также в других словарях:
πολυβότειρα — much fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβότειρα — ἡ, και επικ. τ. πουλυβότειρα, Α (για γη) 1. αυτή που τρέφει πολλούς («ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτή που παρέχει πολλή τροφή, πολύτροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βότειρα (θηλ. τού βοτήρ < θ. βο τού βόσκω), πρβλ. λαο βότειρα] … Dictionary of Greek
πολυβοτείρῃ — πολυβότειρα much fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβότειραν — πολυβότειρα much fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πουλυβοτείρῃ — πολυβότειρα much fem dat sg (epic ionic) πουλυβότειρα fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πουλυβότειρα — πολυβότειρα much fem nom/voc sg (epic) πουλυβότειρα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πουλυβότειραν — πολυβότειρα much fem acc sg (epic) πουλυβότειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen … Hofmann J. Lexicon universale
βοτήρ — βοτήρ, ο (AM) (Μ θηλ. βότειρα, η) ο βοσκός αρχ. φρ. 1. «οἰωνῶν βοτήρ» οιωνοσκόπος 2. «κύων βοτήρ» ποιμενικός σκύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βο , βόσκω. Το θηλ. βότειρα μαρτυρείται στον Ευστ. ως προσωνυμία της Δήμητρας, ενώ το βότειρα εμφανίζεται σε… … Dictionary of Greek
πουλυβότειρα — ἡ, Α (επικ. τ.) βλ. πολυβότειρα … Dictionary of Greek