-
1 πολυ-βότειρα
πολυ-βότειρα, ἡ, fem. von πολυβοτήρ, Viele ernährend; bei Hom. u. Hes. stets in der ion. Form πουλυβότειρα; gew. Beiwort von χϑών, einmal auch Ἀχαιίδα πουλυβότειραν, Il. 11, 740.
-
2 πουλυ-βότειρα
πουλυ-βότειρα, ἡ, ion. statt πολυβότειρα; und so sind alle mit πουλυ- anfangenden Zusammensetzungen als ion. u. poet. Formen für πολυ- anzusehen und unter den so anfangenden Wörtern nachzusehen; Hom. hat die Dehnung übrigens nur in πουλυβότειρα und πουλύπους; sp. Dichter der Anthologie in allen Wörtern, z. B. πουλυγάλακτος, πουλύγαμος, πουλυμανής, πουλυμερής, πουλυμεϑής, πουλυσέβαστος, πουλυτενής u. ä.
-
3 πολυβότειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυβότειρα
-
4 πολυβότειρα
πολυ - βότειρα, πουλυβότειρα ( βόσκω): much- or all-nourishing, epith. of the earth, Ἀχαιίς, Il. 11.770.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολυβότειρα
-
5 πολυβότειρα
πολυ-βότειρα, ἡ, viele ernährend -
6 πολυβοτειρα
См. также в других словарях:
λαοβότειρα — λαοβότειρα, ἡ (Α) (για τη γη) αυτή που τρέφει τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + βότειρα (θηλ. τού βοτήρ < θ. βο τού βόσκω), πρβλ. πολυ βότειρα] … Dictionary of Greek
πολυβότειρα — ἡ, και επικ. τ. πουλυβότειρα, Α (για γη) 1. αυτή που τρέφει πολλούς («ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτή που παρέχει πολλή τροφή, πολύτροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βότειρα (θηλ. τού βοτήρ < θ. βο τού βόσκω), πρβλ. λαο βότειρα] … Dictionary of Greek