Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πολυβότειρα

См. также в других словарях:

  • πολυβότειρα — much fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβότειρα — ἡ, και επικ. τ. πουλυβότειρα, Α (για γη) 1. αυτή που τρέφει πολλούς («ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτή που παρέχει πολλή τροφή, πολύτροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βότειρα (θηλ. τού βοτήρ < θ. βο τού βόσκω), πρβλ. λαο βότειρα] …   Dictionary of Greek

  • πολυβοτείρῃ — πολυβότειρα much fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβότειραν — πολυβότειρα much fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πουλυβοτείρῃ — πολυβότειρα much fem dat sg (epic ionic) πουλυβότειρα fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πουλυβότειρα — πολυβότειρα much fem nom/voc sg (epic) πουλυβότειρα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πουλυβότειραν — πολυβότειρα much fem acc sg (epic) πουλυβότειρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βοτήρ — βοτήρ, ο (AM) (Μ θηλ. βότειρα, η) ο βοσκός αρχ. φρ. 1. «οἰωνῶν βοτήρ» οιωνοσκόπος 2. «κύων βοτήρ» ποιμενικός σκύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βο , βόσκω. Το θηλ. βότειρα μαρτυρείται στον Ευστ. ως προσωνυμία της Δήμητρας, ενώ το βότειρα εμφανίζεται σε… …   Dictionary of Greek

  • πουλυβότειρα — ἡ, Α (επικ. τ.) βλ. πολυβότειρα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»