-
1 βοσκή
-
2 βοσκῇ
-
3 βοσκή
βοσκή, ἡ, Futter, Weide, Aesch. Eum. 256; Eur. Hel. 1347; Arist. H. A. 9, 4.
-
4 βοσκη
-
5 βοσκή
βοσκήfodder: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 βόσκη
βόσκωfeed: fut ind mid 2nd sg (doric)βόσκωfeed: pres subj mp 2nd sgβόσκωfeed: pres ind mp 2nd sgβόσκωfeed: pres subj act 3rd sg -
7 βόσκῃ
βόσκωfeed: fut ind mid 2nd sg (doric)βόσκωfeed: pres subj mp 2nd sgβόσκωfeed: pres ind mp 2nd sgβόσκωfeed: pres subj act 3rd sg -
8 βοσκή
βοσκή, Futter, Weide -
9 βοσκή
η1) подножный корм; 2) пастбище; 3) см. βόσκηση -
10 βοσκή
[воски] ουσ. в. пастбище, выгон, корм, пища (животных),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βοσκή
-
11 βοσκή
[воски] ουσ θ пастбище, выгон, корм, пища (животных). -
12 βοσκή
βοσκ-ή, ἡ,A fodder, food, pasturage, A.Eu. 266 (lyr.);πέτεσθαι ἐπὶ βοσκήν Arist.
H A624a27, cf. PLond.5.1692 (vi A. D.): pl..μήλων τε βοσκάς A.Fr.44.5
, cf. E.Hel. 1331 (lyr.). -
13 βοσκαί
βοσκήfodder: fem nom /voc pl -
14 βοσκέων
βοσκήfodder: fem gen pl (epic ionic) -
15 βοσκήν
βοσκήfodder: fem acc sg (attic epic ionic) -
16 допасти
-пасу, -пасшь, παρλθ. χρ. допас, -ла, -лоρ.σ.μ.αποβοσκώ, περνώ όλη τη μέρα στη βοσκή• τρώγω τη βοσκή ως• παύω να βοσκώ. -
17 нагул
-а α.1. βοσκή για σφαχτάρια κερασφόρα.2. γέρεμα ζώων από τη βοσκή. -
18 пустить
пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ•пустить на волю αφήνω ελεύθερο•
он схватил его и не хотел пустить αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.
2. επιτρέπω•я боялся, что отец не -ит меня φοβήθηκα, μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας•
пустить пассажиров в вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόνι.
|| βγάζω στη βοσκή•пустить коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή.
|| παλ. στέλλω επιστολή.3. θέτω, βάζω σε κίνηση, λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)•пустить новый завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστάσιο•
пустить мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή.
|| αφήνω να διαρεύσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.).με την πρόθ. в υποβάλλω• βγάζω• θέτω•пустить в переработку επεξεργάζω•
пустить в продажу βγάζω για πούλημα•
пустить в обращение θέτω σε κυκλοφορία•
пустить в ход χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια.
|| με την πρόθ. под αφήνω• παραδίνω•пустить поле под рожь, под пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανάπαυση•
все деревья пустить под топор όλα τα δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω).
4. ρίχνω, πετώ κινώ, κυλώ• κατευθύνω•пустить шар по столу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι•
пустить ко дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)•
пустить камень в окно ρίχνω πέτρα στο παράθυρο.
5. διαδίδω, κυκλοφορώ• διασπείρω•пустить слух διαδίδω φήμη•
пустить сплетню κουτσομπολεύω.
|| λέγω, προφέρω. || αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).6. βγάζω, (ανα)φύω•пустить ростки βγάζω βλαστάρια (βλασταινω)•
пустить корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ).
7. προσδίδω χρώμα, απόχρωση.εκφρ.пустить кровь кому – ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον•пустить в оборот – βάζω σε χρήση.1. ξεκινώ, εκκινώ•пустить в дорогу ξεκινώ για δρόμο•
пустить в погоню το βάζω στο κυνηγητό•
пустить бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.
2. ααρχίζω κάτι. || επιδίδομαι, ασχολούμαι,• пустить в литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία.3. αποτολμώ, αποκοτώ• ρίχνομαι. -
19 угнать
ρ.σ.1. μ. (για ζώα) οδηγώ, βγάζω, πηγαίνω (στη βοσκή, τσομπάνο κ.τ.τ.).μεταφέρω εσπευσμένα. || διώχνω, απομακρύνω•ветер -ал облака ό άνεμος έδιωξε τα σύννεφα.
|| κλέβω, παίρνω• αρπάζω•у соседа -ли козу и пять кур του γείτονα του έκλεψαν τη γίδα και πέντε..κότες.
|| στέλλω παρά τη θέληση του•их -ли на дальние работы τους έστειλαν μακριά να δουλέψουν.
2. φεύγω ολοταχώς, καληάζϋ).1. παρακολουθώ από κοντά, κατά πόδι.2. μτφ. εξισώνομαι.3. (διαλκ.) φεύγω• πηγαίνω•пастух -лся со скотиной ο βοσκός έφυγε με τα ζώα στη βοσκή.
-
20 выгон
(пастбище) η βοσκήτο βοσκοτόπιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выгон
См. также в других словарях:
βοσκή — fodder fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκή — η 1. χόρτο κατάλληλο για βόσκηση ζώων, νομή: Δεν υπάρχει αποθηκευμένη βοσκή για τα ζώα το χειμώνα. 2. βοσκότοπος, λιβάδι: Τα ζώα σ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας βρίσκονται στη βοσκή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοσκή — η (AM βοσκή) [βόσκω] 1. χορτάρι, νομή 2. βοσκότοπος, λιβάδι μσν. νεοελλ. 1. κοπάδι 2. βόσκηση … Dictionary of Greek
βοσκῇ — βόσκω feed fut ind mid 2nd sg (doric) βοσκή fodder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσκῃ — βόσκω feed fut ind mid 2nd sg (doric) βόσκω feed pres subj mp 2nd sg βόσκω feed pres ind mp 2nd sg βόσκω feed pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκαί — βοσκή fodder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκῆς — βοσκή fodder fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκέων — βοσκή fodder fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκήν — βοσκή fodder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκῶν — βοσκή fodder fem gen pl βοσκός herdsman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκερός — ή, ό [βοσκή] 1. (για τόπο) κατάλληλος για βοσκή 2. ελεύθερος για βοσκή … Dictionary of Greek