-
1 ποντογενής
A seaborn, Orph.H.55.2, 81.1:—fem. [suff] ποντο-γένεια, poet. [suff] ποντο-είη, ἡ, formed like ἀφρογένεια, Opp.C.1.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντογενής
-
2 ποντοβαφής
A dipped in the sea, Jo.Gaz.Ecphr.2.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντοβαφής
-
3 ποντόβροχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντόβροχος
-
4 ποντοθήρης
A one who fishes in the sea, AP6.193 (Phal.?).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντοθήρης
-
5 ποντοκράτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντοκράτωρ
-
6 ποντοκύκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντοκύκη
-
7 ποντομέδων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντομέδων
-
8 ποντοναύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντοναύτης
-
9 ποντοπαγής
A fixed, founded on the sea, Nonn.D.41.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντοπαγής
-
10 ποντοπλάνητος
A roaming over the sea, Orph.H.38.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντοπλάνητος
-
11 ποντοπλάνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντοπλάνος
-
12 ποντοτίνακτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντοτίνακτος
-
13 ποντόφαρυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντόφαρυξ
-
14 ποντοχάρυβδις
A seagulf, whirlpool, Com. epith. for a glutton, Hippon.85.1 (codd. Ath.). Cf. παντοχάρυβδις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντοχάρυβδις
-
15 ποντοπορεύω
ποντο - πορεύω and ποντοπορέω: traverse the sea. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ποντοπορεύω
-
16 ποντοπόρος
ποντο-πόρος: ‘sea-faring,’ sea-traversing.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ποντοπόρος
-
17 παντογόνος
παντο-γόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντογόνος
-
18 πολτοχάρυβδις
A v. ποντο-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολτοχάρυβδις
-
19 πόντος
Grammatical information: m.Meaning: `sea, high sea' (ep. Il.), often in PN, e.g. ὁ Εὔξεινος πόντος `the Black Sea', for which also (ὁ) Πόντος (IA.), also as name of the south coast of the Black Sea and a state there (App. a.o.).Compounds: Compp., e.g. ποντο-πόρος `crossing the sea' (ep.Il.) with ποντοπορ-έω, - εύω `to cross the sea' (Od.; on the formation Chantraine Gramm. hom. 1, 62, 95 a. 368, Sommer Sybaris 146ff.); on Έλλήσποντος s. v.Derivatives: 1. πόντ-ιος `belonging to the sea' (h. Hom., Pi.), f. - ιάς (Pi.); 2. - ικός `from Pontos' (IA.; Chantraine Études 109 f., 122); 3. - ίλος m. name of a mollusc (Arist.; s. ναυτ-ίλος); 4. - εύς m. name of a Phaeacian (θ 113; Bosshardt 100); 5. ποντ-ίζω (A., S.), sonst κατα- πόντος (Att., N. T.) `to sink in the sea' with ποντίσματα pl. n. `oblations sunk in the sea' (E.), καταποντ-ισμός m. `the drowning' (Isoc., LXX), - ιστής m. `one who throws in to the sea, lets drown' (Att.); 6. κατα-ποντ-όω `id.' (IA.); ποντ-όομαι `to form a sea' (Q.S.), - όω = - ίζω (Nic. Dam.) with - ωσις f. (Tz.).Etymology: As against the ο-stm in πόντος stand diff. formations in other languages in diff. meanings: in Indo-Iran. an ablauting pant(h)ā- (e.g. nom. sg. Skt. pánthā-ḥ, Av. pantā̊): path(i)- (e.g. instr. sg. path-ā́, paʮ-a, pl. pathí-bhiḥ, padǝ-bīš) m. `road, path'; in other languages a fullgrade i-stem: Arm. hun, gen. hn-i `ford', Lat. pons, gen. pl. ponti-um m. `bridge, passage', OCS pǫtь m. `road'. Both these widespread i-flexion and the Greek o-flexion have arisen from an older, in Indo-Iran. still living, rather complicated paradigm ( pont-eh₁-, pn̥t-h₁-). A deriv. of the in Skt. path-ā́ etc. appearing zerograde (IE *pn̥th₁-) is found in πάτος `road, path' (and in OPr. pintis `road'); s. on πατέω. Details on the morphology w. rich lit. in WP. 2, 26f., Pok. 808f., Mayrhofer s. pánthāḥ, W.-Hofmann s. pons, Vasmer s. putь. -- As orig. meaning. must be assumed `unpaved road, leading through country, water etc.'; cf. Benveniste Word 10, 256 f.; so πόντος prop. "fairway" (cf. ὑγρὰ κέλευθα) referring to a for a seefaring nation primary function of the sea. Cf. on θάλασσα, πέλαγος.Page in Frisk: 2,578-579Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πόντος
См. также в других словарях:
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από … Dictionary of Greek
Καύκασος — (ρωσ. Kafkaz, αγγλ. Caucasus). Ορεινό συγκρότημα (ψηλότερη κορυφή: Ελμπρούζ, 5.642 μ.) στο απώτατο τμήμα της νοτιοανατολικής Ρωσίας, το οποίο παλαιότερα θεωρείτο το φυσικό όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, σήμερα όμως κατατάσσεται αποκλειστικά στην… … Dictionary of Greek
Βόσπορος — (τουρκ. Boazici). Το στενό που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία και συγχρόνως συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα. Έχει μήκος περίπου 31 χλμ. και πλάτος από 550 (ελάχιστο) έως 3.200 (μέγιστο) μ. Η φυσική διαμόρφωση του Β. παρουσιάζει… … Dictionary of Greek
Προποντίς — ίδος, η, ΝΑ, και Προποντίδα Ν εσωτερική θάλασσα που χωρίζει την ασιατική από την ευρωπαϊκή ήπειρο και η οποία συνδέεται βορειοανατολικά μέσω τού Βοσπόρου με τον Εύξεινο Πόντο, και νοτιοδυτικά, μέσω τών Δαρδανελλίων, με το Αιγαίο Πέλαγος και που,… … Dictionary of Greek
ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ … Dictionary of Greek
πόντιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Κρήτη, στα χρόνια του Δέκιου (249 – 251) με αποκεφαλισμό, μαζί με τους Θεόδουλο, Σατορνίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Αγαθόπου, Βασιλίδη και Ευάρεστο. Η μνήμη του τιμάται στις 23… … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek