-
1 ξυλλογος
ὅ1) собрание, сборище, сходка Her., Arst.ξύλλογοι γυναικοπληθεῖς Eur. — многолюдные женские собрания;
ἅπας σ. στρατεύματος Eur. — полный сбор войска;καὴ ἐν ἐκκλησίᾳ καὴ ἐν ἄλλῳ ξυλλόγῳ, ὅστις ἂν πολιτικὸς σ. γίγνηται Plat. — и в народном собрании, и во всяком другом собрании, если оно только посвящено политическим вопросам2) сборный пункт Xen.3) присутствие духа, бодрость(σύλλογον ψυχῆς λαβεῖν Eur.)
-
2 θορυβωδης
-
3 νυκτερινος
3ночной(φυλακή Arph.; ξύλλογος Plat.; ἀναχώρησις Thuc.; δείματα Plut.)
ν. γενέσθαι Arph. — случиться ночью;νυκτερινώτατον Luc. — глубокой ночью
См. также в других словарях:
ξύλλογος — σύλλογος , σύλλογος assembly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek