Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αίφνίδιος

См. также в других словарях:

  • αιφνίδιος — ια, ιο (Α αἰφνίδιος, ιον) απροσδόκητος, ανέλπιστος, ξαφνικός αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τὸ αἰφνίδιον αιφνιδίως, ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴφνης. ΠΑΡ. μσν. αἰφνιδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αιφνίδιος — α, ο επίρρ. α απροσδόκητος, ξαφνικός: Λύπησε όλους ο αιφνίδιος θάνατός του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰφνίδιος — ἀφνίδιος masc nom sg αἰφνίδιος unforeseen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιφνίδιος θάνατος — Ο απρόοπτος και σύντομος θάνατος που οφείλεται σε κάποια άγνωστη φαινομενικά, εσωτερική παθολογική ή φυσιολογική αιτία. Το ποσοστό των α.θ. στο σύνολο των θανάτων είναι σχετικά μικρό. Από πλευράς φύλου περισσότερο ευπρόσβλητο είναι το αντρικό,… …   Dictionary of Greek

  • αἰφνιδιώτερον — ἀφνίδιος adverbial comp ἀφνίδιος masc acc comp sg ἀφνίδιος neut nom/voc/acc comp sg αἰφνίδιος unforeseen masc acc comp sg αἰφνίδιος unforeseen neut nom/voc/acc comp sg αἰφνίδιος unforeseen adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰφνιδίως — ἀφνίδιος adverbial ἀφνίδιος masc acc pl (doric) αἰφνίδιος unforeseen adverbial αἰφνίδιος unforeseen masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰφνίδιον — ἀφνίδιος masc acc sg ἀφνίδιος neut nom/voc/acc sg αἰφνίδιος unforeseen masc/fem acc sg αἰφνίδιος unforeseen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • напрасный — напрасно, нареч., напрас клевета , укр. напрасний внезапный , блр. напраслiна поклеп , ст. слав. напраснъ δριμύς, αἰφνίδιος, сербохорв. напрасан вспыльчивый, стремительный, неукротимый . Рум. năprasnă нечаянно, внезапно заимств. из болг.; см.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • -ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… …   Dictionary of Greek

  • άξαφνος — η, ο [άξαφνα] 1. αιφνίδιος, απροσδόκητος, ξαφνικός, αναπάντεχος 2. το ουδ. ως ουσ. το άξαφνο κάτι, συνήθως κακό, που γίνεται απροσδόκητα («άξαφνο να σούρθει» κατάρα) …   Dictionary of Greek

  • έξαφνος — η, ο και άξαφνος [έξαφνα] αιφνίδιος, απρόοπτος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»