-
1 πολυ-ετής
-
2 πολυετής
πολυ-ετής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυετής
-
3 πολυετής
πολυ-ετής, ές, vieljährig, bejahrt -
4 πολυετης
21) проживший много лет, престарелый(π. καὴ μακρόβιος Luc.)
2) отсутствовавший много лет -
5 μῆτις
Grammatical information: f.Meaning: `wisdom, skill, craft' (Il.).Compounds: As 2. member e.g. in πολύ-μητις `with many councils, inventive', of Odysseus, also of Hephaistos (Hom.), ἀγκυλο-μήτης `with crooked councils, cunning', of Kronos, also of Prometheus (Hom.); on the transfer to the ᾱ-stems Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 48 f. (= Kl. Schr. 2, 11 50 f.), Schwyzer 561 w. n. 5.Derivatives: 1. μητιέτᾰ nom. a. (orig.) voc., adjunct of Zeus, `who possesses μῆτις', metr. conditioned form at verse-end for *μητῖτα, after νεφεληγερ-έτα ( Ζεύς) a.o.; with acc. μητιέτην (versinscr. Tegea), nom.- έτης (Corn.); s. Fraenkel Nom. ag. 2, 186 n.1, Risch Sprachgesch. u. Wortbed. 394; wrong Fraenkel Festschr. B. Snell (1956) 186 ff. -- 2. μητιόεις `filled with μ.', of Ζεύς, φάρμακα a.o. (δ 227, h. Ap. 344, Hes.); on the formation beyond Schwyzer 527 Fraenkel l.c. -- Denomin. verb: aor. μητίσασθαι, fut. μητίσεσθαι `reflect, devise' (Hom., Emp., A. R.; pres. μητίομαι Pi. P. 2, 92); as pres. is used in the epic for metr. reasons (after the verbs in - ιάω) μητιάω, - άομαι ( μητιόων, μητιάασθαι etc.), also with ἐπι-, συν-, (Hom., A. R.); Schwyzer 727 u. 732. Verbal noun μητίματα pl. H. s.v. μήτεα (for μήδεα?).Etymology: As orig. verbal noun *'measuring' (improb. `measurer' as nom. ag.; cf. Holt Les noms d'action en - σις 26 a. 37 f., Borgström NTS 16, 145) μῆτις has exact correspondences in Skt. māti- `measure' (lex.) and in the Germ. word, which is isolated, OE mǣd f. `measure'; the same noun is also supposed by Lat. mētior `measure'. The basic primary verb is found only in Indoiran., e.g. Skt. mā́-ti, redupl. mí-mā-ti `measure' (with a.o. upa-mā- with úpamā-ti-'distribution, measuring out'). An other formation is μή-τρα `land-measure'; ablauting with this μέτρον (s.v.). Also in the other languages several isolated verbal nouns with diff. meanings are preserved, thus Germ., e.g. Goth. mēl `time', OHG māl `point of time, (time for) meal, Mahl'. -- The unassibilated - τι- (for - σι-) has been explained from the isolated position of the archaic μῆτις, cf. Schwyzer 505 and Chantraine Form. 277. On μῆτις in gen. Porzig Satzinhalte 329 a. 336, Benveniste Noms d'agent 77. -- Further forms WP. 2, 237f., Pok. 703f., W.-Hofmann s. mētior.Page in Frisk: 2,232-233Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μῆτις
См. также в других словарях:
ολιγοετής — ές (Α ὀλιγοετής, ες και ὀλιγοετής, ές) αυτός που διαρκεί ή ισχύει λίγα χρόνια νεοελλ. αυτός που έχει μικρή ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ετής / έτης (< ἔτος), πρβλ. πολυ ετής] … Dictionary of Greek
πολυετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.) νεοελλ. φρ. α) «πολυετές φυτό» βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια β) «ποώδη πολυετή φυτά» φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη… … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
πολυηγερέες — oἱ, Α αυτοί που έχουν μεγάλη φήμη, τηλεκλητοί*, ξακουστοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θ. ἀγερ τού ἀγείρω (πρβλ. νεφελ ηγερ έτης), με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek