Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πολυᾶϊξ

См. также в других словарях:

  • πολυᾶιξ — πολυᾶϊξ , πολυάιξ masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάϊξ — ικος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύ ορμητικός, σφοδρός («τὸ μὲν πλεῑον πολυάϊκος πολέμοιο χεῑρες ἐμαὶ διέπουσ », Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κάματος πολυᾱϊξ» κόπωση που προέρχεται από την ορμή στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱιξ (< θ. αιξ , πρβλ. μέλλ. ἀΐξ ω τού… …   Dictionary of Greek

  • πολυάιξ — πολυά̱ϊ̱ξ , πολυάιξ masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάϊκος — ον, Α πολυᾱϊξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + άϊκος (< ἀίσσω «αναπηδώ, σκιρτώ», πρβλ. ἀική)] …   Dictionary of Greek

  • πολυάικι — πολυά̱ϊ̱κι , πολυάιξ masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάικος — πολυά̱ϊ̱κος , πολυάιξ masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»