-
1 πολυάιξ
-
2 πολυᾶιξ
-
3 πολυάιξ
πολυά̱ϊ̱ξ, πολυάιξmasc /fem nom /voc sg -
4 πολυᾶϊξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυᾶϊξ
-
5 πολυάῖξ
πολυ-άῖξ, ῖκος ( ἆίσσω): much-darting or rushing, impetuous; κάματος, weariness ‘caused by impetuosity in fighting,’ Il. 5.811.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολυάῖξ
-
6 πολυάικι
πολυά̱ϊ̱κι, πολυάιξmasc /fem dat sg -
7 πολυάικος
πολυά̱ϊ̱κος, πολυάιξmasc /fem gen sg -
8 κάματος
A toil, trouble,ἄτερ καμάτοιο Od.7.325
;ἄνευ καμάτου Pi.P.12.28
;κ. ἵππων A.Fr.192.6
(anap.); , cf. 130 (both lyr.); of the pangs of childbirth, Id.OT 174 (lyr.);εὐκάματος E.Ba.67
(lyr.): pl.,καμάτων ἅλις AP9.359
(Posidipp. or Pl.Com.): rare in early Prose,κ. ἐστι τοῖς αὐτοῖς μοχθεῖν Heraclit.84
, cf. 111; of the pains of disease, Hp. de Arte 3 (pl.);κ. ὁ πολύς Luc.Herm.71
; freq. later, Arist.Mu. 397b23, OGI 717.8 (pl., iii A.D.), POxy.913.15 (pl., V A. D.).2 the effect of toil, weariness, ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κ. Il.4.230, cf. 13.85, 711, etc.;κ. πολυάϊξ γυῖα δέδυκεν 5.811
;αἴθρῳ καὶ κ. δεδμημένον Od.14.318
;ὕπνῳ καὶ κ. ἀρημένος 6.2
;κ. τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες 9.75
, cf. Sapph. Supp.19.4, etc.: in Prose, Aen.Tact.26.8, Parth.1.1, Jul.Or.2.87b.II the product of toil, ἡμέτερος κ., viz. the pigs we have reared, Od.14.417;ἀλλότριον κ. σφετέρην ἐς γαστέρ' ἀμῶνται Hes. Th. 599
, cf. Thgn.925; τόρνου κ. a thing wrought by the lathe, A. Fr.57.3 (anap.), cf. AP6.206 (Antip. Sid.); κ. μελίσσης, of honey, Nic.Al.71 (pl.), cf. 144.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάματος
-
9 πόλεμος
A war, Il.1.61, etc. (the usual meaning in post-Homeric Greek); also, battle, fight, ib. 226, etc.; even of single combat, 7.174;πόλεμοί τε μάχαι τε 1.177
, 5.891;φυλόπιδος.. καὶ πολέμοιο 18.242
;ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε 1.492
, cf. 14.37,96;π. καὶ δηϊοτῆτος 5.348
, etc.: periphr., νεῖκος, φύλοπις, ἔρις πολέμοιο, 13.271, 635, 17.253; π. ἄγριος, αἱματόεις, ἀργαλέος, ἀλίαστος, δακρυόεις, δήϊος, δυσηλεγής, δυσηχής, κακός, λευγαλέος, ὀϊζυρός, ὀκρυόεις, ὀλοός, ὁμοίιος, πευκεδανός, πολυᾶϊξ, πολύδακρυς, στυγερός, φθισήνωρ, ib. 737, 19.313, Od.24.531, Il.2.797, 5.737, 7.119, 20.154, 2.686, 1.284, 13.97, 3.112, 9.64 (leg. κρυόεντος), 3.133, 9.440, 10.8, 1.165, 3.165, 4.240, 9.604; π. Ἀχαιῶν, ἀνδρῶν, i.e. brought by them, 3.165, 24.8 (pl.), etc.;ὁ τῶν βαρβάρων π. Th.1.24
;Ἑλλήνων π. X.HG3.2.22
;ὁ παρὼν π. Κορινθίων Th.1.32
; ὁ μέλλων καὶ ὅσον οὐ παρὼν π. ib.36;ὁ πρὸς Δαρεῖον π. Hdt. 6.2
;ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ π. Pl.Smp. 196a
; Δωριακὸς π. Orac. ap. Th.2.54;ὁ Ἰωνικὸς π. Id.8.11
;ὁ Φωκικὸς π. Aeschin. 3.148
;π. Δεκελεικός Isoc.8.37
, 14.31;π. ξενικός Arist.Pol. 1272b20
;δουλικοὶ π. Ath.6.272f
;ἱερὸς π. Ar.Av. 556
, etc.; πόλεμον ἄρασθαι levy war, A.Supp. 342, cf. Ar.Ach. 913, etc.: c. dat.,ἢ τοῖσιν ἢ τοῖς π. αἴρεσθαι μέγαν A.Supp. 439
;π. ἄρασθαι πρός τινας X.Cyr.1.6.45
;π. θέσθαι τινί E.Or.13
;π. ἀναιρέεσθαι Hdt.5.36
, cf. D.1.7, etc.; π. κινεῖν, ἐγεῖραι, Th.6.34, Hdn.3.5.3;π. τοῖς ἔργοις ἐξενήνοχε D.11.20
, cf. Plu. 2.829e;ἐς π. καθίστασθαί τισι E.HF 1168
;π. ἐπαγαγεῖν Aeschin.3.140
;ἀγαγεῖν ἐπί τινας D.5.19
; π. ποιεῖν make war, Id.8.7; π. ποιεῖσθαι carry it on, X.An.5.5.24; π. καταλύεσθαι put an end to it, And.3.17, Th.6.36;ὁ π. ἀναπέπαυται X.Cyr.7.5.47
: prov., οὐ πόλεμον ἐπαγγέλλεις, i.e. that is good news, Pl.Lg. 702d, Phdr. 242b: in pl., Democr. 250, etc.;διὰ τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν πάντες οἱ π. ἡμῖν γίγνονται Pl. Phd. 66c
, cf. R. 460a, al.II personified, War, Battle,Ἀλαλὰ Πολέμου θύγατερ Pi.Fr.78
, cf. Ar. Pax 205; Π. πάντων μὲν πατήρ ἐστι,πάντων δὲ βασιλεύς Heraclit.53
;ὁ π. τῆς γενέσεως Dam.Pr. 423
.2 metaph. of womankind,πολυτελὴς π. Secund.Sent.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόλεμος
-
10 πολυάϊκος
πολῠ-άϊκος, ον,A = πολυᾶϊξ, Sch.E.Med.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυάϊκος
-
11 πολυόρμητος
πολυ-όρμητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυόρμητος
См. также в других словарях:
πολυᾶιξ — πολυᾶϊξ , πολυάιξ masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάϊξ — ικος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύ ορμητικός, σφοδρός («τὸ μὲν πλεῑον πολυάϊκος πολέμοιο χεῑρες ἐμαὶ διέπουσ », Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κάματος πολυᾱϊξ» κόπωση που προέρχεται από την ορμή στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱιξ (< θ. αιξ , πρβλ. μέλλ. ἀΐξ ω τού… … Dictionary of Greek
πολυάιξ — πολυά̱ϊ̱ξ , πολυάιξ masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάϊκος — ον, Α πολυᾱϊξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + άϊκος (< ἀίσσω «αναπηδώ, σκιρτώ», πρβλ. ἀική)] … Dictionary of Greek
πολυάικι — πολυά̱ϊ̱κι , πολυάιξ masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάικος — πολυά̱ϊ̱κος , πολυάιξ masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)