Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πολιορκίαν

См. также в других словарях:

  • πολιορκίαν — πολιορκίᾱν , πολιορκία siege of a city fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκώ — πολιορκῶ, έω, ΝΜΑ 1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.) 2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά νεοελλ. περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση …   Dictionary of Greek

  • προσανέχω — Α [ἀνέχω] 1. κρατώ ακόμη 2. περιμένω κάτι με υπομονή 3. αφοσιώνομαι, προσκολλώμαι σε κάποιον 4. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι 5. μτφ. έχω εμπιστοσύνη, βασίζομαι σε κάτι («οὗτοι... εὐθαρσῶς ὑπέμενον τὴν πολιορκίαν, προσανέχοντες ταῑς ἐλπίσι τῆς… …   Dictionary of Greek

  • συναιρώ — συναιρῶ, έω, ΝΜΑ [αἱρῶ] 1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το ᾱ συναιροῡνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, η, ο(ν) αυτός που έχει υποστεί …   Dictionary of Greek

  • Αχέλης, Αντώνιος — (16ος αι.). Ποιητής από το Ρέθυμνο της Κρήτης. Έγραψε το ποίημα Bιβλίον συν Θεώ περιέχον της Μάλτας πολιορκίαν, στο οποίο περιγράφει την πολιορκία της Μάλτας από τους Τούρκους και την άμυνα των Ιπποτών το 1565. Το έργο αυτό έχει μόνο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»