Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πλήξῃ

См. также в других словарях:

  • πλήξη — η / πλῆξις, εως, ΝΜΑ [πλήσσω] νεοελλ. η κατάσταση κατά την οποία πλήττει κάποιος, ανία, βαριεστημάρα μσν. αρχ. το να πλήττει, να χτυπάει κάποιος κάτι …   Dictionary of Greek

  • πλήξη — η ανία, βαριεστημάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλήξῃ — πλήσσω struck with terror aor subj mid 2nd sg πλήσσω struck with terror aor subj act 3rd sg πλήσσω struck with terror fut ind mid 2nd sg πλήξηι , πλῆξις stroke fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήξηι — πλήξῃ , πλήσσω struck with terror aor subj mid 2nd sg πλήξῃ , πλήσσω struck with terror aor subj act 3rd sg πλήξῃ , πλήσσω struck with terror fut ind mid 2nd sg πλῆξις stroke fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …   Dictionary of Greek

  • πληκτικός — ή, ό / πληκτικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.) αρχ. 1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.) 2. ο… …   Dictionary of Greek

  • плищевати — ПЛИЩ|ЕВАТИ (16), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Шуметь, кричать, волноваться, приходить в смятение: старець… нача имъ [разбойникам] казати вещи гл҃ѧ имъ. не плищюите вѣрѹю г(с)ви ˫ако ничтоже не скрыю ѿ васъ. (μὴ ϑορυβεῖσϑε) ПНЧ 1296, 16 об.; и сихъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Dancing on Ice (Greece) — Dancing on Ice Format Figure skating competition Created by ITV Studios Presented by Jenny Balatsinou Judges Petros Kostopoulos Elena Paparizou Alexis Kostalas …   Wikipedia

  • άλυς — (τουρκ. Κιζίλιρμακ ή Κιζίλ ιρμάκ = κόκκινος χείμαρρος). Ο μεγαλύτερος ποταμός (1.151 χλμ.) της Μικράς Ασίας. Πηγάζει από το Κιοσένταγ, στα όρη μεταξύ Πόντου και Καππαδοκίας, κατευθύνεται ΝΔ και αφού φτάσει περίπου στο κέντρο της Μικράς Ασίας,… …   Dictionary of Greek

  • αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • ανία — (I) η (AM ἀνία) νεοελλ. η στενοχώρια και η κακοκεφιά που προκαλεί η έλλειψη οποιασδήποτε ασχολίας ή η μονότονη επανάληψη των ίδιων εντυπώσεων και παραστάσεων, πλήξη αρχ. ανησυχία, στενοχώρια, θλίψη, πόνος, ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»