Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλοκάμων

См. также в других словарях:

  • πλοκάμων — πλόκαμος lock masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμάρι — (Ζωολ.). Κεφαλόποδο μαλάκιο της οικογένειας των λολιγινιδών, της τάξης των τευθίδων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Loligo vulgaris. Είναι διαδεδομένο στην παράκτια ζώνη όλων των θαλασσών και πλησιάζει τις ακτές για να αποθέσει τα αβγά του… …   Dictionary of Greek

  • COPTOS vel COPTUS — COPTOS, vel COPTUS Cana, teste Rhamnusiô, oppidum Thebaidis, commune Aegyptiorum, et Arabum emporium, vergens ad mare Rubrum, ubi cantes sunt, ex quibus eruuntur smaragdi. Cum Ptolemaide, ab Aurelio Probo Imperatore barbaris ereptum, A. C. 279.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MISTURA — in Coronis Veterum varia. Harum enim quaedam ex uno, quaedam ex pluribus floribus nectebantur, Prioris generis fuêre, Antinoia, cyliston, iacche, Isthmia, lotina, melilotina, e myrto, e palma, pothos, struthia, tiliacea etc. Posterioris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιππηδόν — ἱππηδόν (Α) [ίππος] επίρρ. 1. σαν άλογο («ἱππηδὸν πλοκάμων», Αισχύλ.) 2. σαν ιππέας, σαν καβαλάρης, ιππαστί*, καβάλα, καβαλικευτά …   Dictionary of Greek

  • λοφοφόρος — α, ο 1. αυτός που φέρει λόφο, δηλαδή λοφίο 2. το αρσ. ως ουσ. ο λοφοφόρος ζωολ. α) περιστοματικός σχηματισμός ο οποίος αποτελείται από μια στεφάνη κροσσωτών πλοκάμων η οποία είναι χαρακτηριστικό μιας ετερογενούς ομάδας ασπονδύλων που ονομάζονται… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλλός — μαλλός, ὁ (ΑM) τρίχωμα προβάτου, έριο, μαλλί («εἰροπόκοι δ ὄιες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.) μσν. μτφ. βρύα αρχ. 1. βόστρυχος, πλόκαμος («στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοῑς», Ευρ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μαλλοί λαός τής Ινδίας ο… …   Dictionary of Greek

  • σκιοπτικός — ή, ό, Ν ζωολ. φρ. «σκιοπτική αντίδραση» βιολ. αντίδραση συστολής την οποία εκδηλώνουν ορισμένα ασπόνδυλα όταν μια σκιά πέφτει επάνω τους, όπως είναι λ.χ. η συστολή τών πλοκάμων ενός μαλακίου …   Dictionary of Greek

  • σπάδικας — ο / σπάδιξ, ικος, ὁ και ἡ, ΝΑ νεοελλ. 1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας, στην οποία τα άνθη φύονται σε έναν διογκωμένο σαρκώδη άξονα, όπως είναι λ.χ. η θηλυκή ταξιανθία τού αραβοσίτου 2. ζωολ. συγχώνευση τών εσωτερικών λοβών τών πλοκάμων τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»