-
1 πλοκαμος
-
2 πλόκαμος
πλόκαμος, ου, ὁ (πλέκω; Hom. et al.; also Tat. 10, 1 ὁ Βερενίκης πλόκαμος) braid/lock of hair predom. of women (so in pl. since Il. 14, 176; also 3 Macc 1:4) ApcPt 9:24.—DELG s.v. πλέκω. -
3 πλόκαμος
πλόκαμος, ὁ, 1) geflochtenes Haar, Haarflechte, Locke; gew. im plur., Il. 14, 176; κομᾶν πλόκαμ οι κερϑέντες, Pind. P. 4, 82; im sing. bei Her. 4, 34. 7, 1; auch Aesch. Spt. 546 Ch. 7; u. Eur. öfter u. Folgde, bes. Dichter, wie Ap. Rh. 2, 707; Anacr. u. Anth. – 2) geflochtenes, gedrehtes Seil, Sp.
-
4 πλόκαμος
πλόκαμοςlock: masc nom sg -
5 πλόκαμος
1 lock of hair.οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί P. 4.82
ἀν]δησάμεναι πλοκάμους Πα. 13. a. 16. μελιρρόθων δ' ἕπεται πλόκαμοι ( ἐπέων πλόκοι coni. Schr.) fr. 246a. -
6 πλόκαμος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πλόκαμος
-
7 πλόκαμος
-
8 πλόκαμος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλόκαμος
-
9 πλόκαμος
-ου + ὁ N 2 0-0-0-0-1=1 3 Mc 1,4braid, lock of hair -
10 πλόκαμος
πλόκᾰμ-ος, ὁ,A lock or braid of hair, A.Ch.6, 187, Hdt.4.34: in pl., locks, curling hair, prop. of women, Il.14.176; of a man,κομᾶν πλόκαμοι Pi.P.4.82
; π. Τυφῶ, dithyrambic phrase in Ar. Nu. 336;τί πλόκαμοι ῥέξωμεν, ὅτ' οὔρεα τοῖα σιδήρῳ εἴκουσιν; Call.
in PSI9.1092.47: in sg. also, collectively, = κόμη, A.Fr. 313, etc.;τριχὸς π. Id.Th. 564
(lyr.);χαίτας π. E.Ph. 309
(lyr.).2 Βερενίκης π., a constellation, Hsch., cf. Call.l.c.;ἡ τοῦ π. συστροφή Ptol. Tetr.26
.II = πλεκτάνη 11, Ael.VH1.1.2 π. θαυμαστός, = πλέγμα δικτυοειδές, v.l. in Gal.UP9.4.3 in pl., of wicker baskets, Id.Nat.Fac.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλόκαμος
-
11 παρα-πλόκαμος
παρα-πλόκαμος, an den Seiten lockig, Hesych. erkl. παραπεπλεγμένη τὰς τρίχας.
-
12 πολυ-πλόκαμος
πολυ-πλόκαμος, mit vielen Locken, sp. D.
-
13 πολιο-πλόκαμος
πολιο-πλόκαμος, mit grauen Locken, Haaren, Qu. Sm. 14, 14.
-
14 σταχυο-πλόκαμος
σταχυο-πλόκαμος, ährenlockig, oder mit einem Aehrenkranz in den Locken, Δημήτηρ Orph. lith. 4, 1.
-
15 τερενο-πλόκαμος
τερενο-πλόκαμος, mit zarten, weichen Locken (?).
-
16 τανυ-πλόκαμος
τανυ-πλόκαμος, mit langen Locken, Nonn.
-
17 φιλο-πλόκαμος
φιλο-πλόκαμος, Flechten, Locken liebend, Euphor. fr. 42.
-
18 χρῡσο-πλόκαμος
χρῡσο-πλόκαμος, mit goldenen Locken, goldlockig, H. h. Ap. 205.
-
19 κυανο-πλόκαμος
κυανο-πλόκαμος, dunkel gelockt, Nymphen, Qu. Sm. 5, 345.
-
20 καλλι-πλόκαμος
καλλι-πλόκαμος, mit schönen Haarflechten; Thetis, Demeter, Il. 18, 407. 14, 326; Helena, Pind. Ol. 3, 1; Πιερίδες, Eur. I. A. 1040.
См. также в других словарях:
πλόκαμος — lock masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκαμος — ο, ΝΜΑ, και πλοκαμός, Ν 1. πλέγμα από τις τρίχες τής κόμης σε επίμηκες σχήμα, πλεξούδα 2. φρ. «Πλόκαμος τής Βερενίκης» αστερισμός γνωστός και ως Κόμη τής Βερενίκης νεοελλ. μσν. 1. ζωολ. επίμηκες όργανο, συνήθως χωρίς σκελετικό, αλλά με μυϊκό… … Dictionary of Greek
πλοκαμός — ο, Ν βλ. πλόκαμος … Dictionary of Greek
πλόκαμος — ο βλ. πλοκάμι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλοκάμοιο — πλόκαμος lock masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάμοις — πλόκαμος lock masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάμοισι — πλόκαμος lock masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάμοισιν — πλόκαμος lock masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάμου — πλόκαμος lock masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάμους — πλόκαμος lock masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάμων — πλόκαμος lock masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)