-
1 πληγῶν
ударовударамиΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πληγῶν
-
2 αδεια
ион. ἀδείη ἥ1) безопасность, неприкосновенность(εἰρήνη καὴ ἄ. Plut.)
μετ΄ ἀδείας Thuc., Dem. и ἐπ΄ ἀδείας Plut. — в безопасности;ούκ ἐν ἀδείῃ ποιέεσθαι τὸ λέγειν Her. — считать небезопасным говорить (о чём-л.);τῶν σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν τινι Dem. — обеспечить кому-л. личную безопасность;2) свобода (действий), правоἄ. τοῦ ποιεῖν τι Lys. — право беспрепятственно делать что-л.
3) освобождение от наказания, ненаказуемость(ἄ. πληγῶν καὴ κολάσεως Plut.)
ἀδείας τυχεῖν Dem. — получить гарантию неприкосновенности -
3 αθωος
21) освобожденный от наказания, ненаказанный(τινος Diod.)
ἀθῷον ἀφεῖναί τινα Dem. — отпустить без наказания (оправдать) кого-л.;οὐδὲ εἶς ἀδικήσας ἀ. διέφυγεν Men. — ни один провинившийся не ускользнул от наказания;πληγῶν ἀ. Arph. — не подлежащий телесному наказанию;ἀθῴους καθιστάναι τινάς Dem. — оставить безнаказанным кого-л.2) невиновныйἀ. ἅπασι Dem. — ни в чем не виноватый;
ἀ. ἀπό τινος NT. — невиновный в чем-л.3) не потерпевший ущерба, незадетыйὅστις ἀ. τινος γέγονεν Dem. — всякий, кто не страдал от чего-л.
4) не причиняющий ущерба, безвредный Dem. -
4 απολαυω
1) вкушать, наслаждаться(ποτῶν Xen.; μετρίως τινός Plat.)
ἀπολελαυκότες ὕπνου Plut. — хорошо поспавшие2) пользоваться, извлекать пользу(τινός Her., Dem.; τί τινος Thuc., Xen., Plut.; τι ἀπό τινος Plat. и τι ἔκ τινος Isocr.)
ἀντὴ πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀ. Plat. — из многих трудов извлечь ничтожную выгоду3) изведывать, испытывать(φλαῦρόν τι Isocr.; πληγῶν Plut.)
ἀπολαῦσαι κακῶν Eur. — стать несчастным4) заражаться(ὀφθαλμία: ἀπό τινος Plat.)
5) насмехаться(τινός Plut.)
-
5 ευλαβεια
ἥ1) осторожность, осмотрительностьσώζειν τέν εὐλάβειαν Soph. — соблюдать осторожность;
εὐλάβειαν ἔχων μή … Plat. — остерегаясь, как бы не …;ηὐλάβεια (= ἥ εὐ.) τῶν ποιουμένων Soph. — осмотрительность в действиях2) увертывание, избегание(αἱ εὐλάβειαι πασῶν πληγῶν καὴ βελῶν Plat.; τῶν αἰσχρῶν Arst.)
3) почтение, уважение, благоговение(πρὸς Diod., Plut. и περὴ τὸ θεῖον Plut.)
4) опасение, воздержание(τῶν παιδικῶν ἡδονῶν Plut.)
-
6 ιχνος
- εος τό1) следκύων ἴχνεσι περιῄδη Hom. — собака (Одиссея) отлично разбиралась в следах, т.е. обладала прекрасным чутьем;
ἴ., τὸ οἶκε βήματι ἀνδρός Her. — след, похожий на след ступни человека;ἴχνος ποδὸς θεῖναι Eur. — сделать несколько шагов;πάλιν ἴ. μετελθεῖν Plat. — вновь пройти пройденный путь, т.е. вернуться к прежней теме2) след, признак, остатокτό ἴ. παλαιᾶς αἰτίας Soph. — след давнишнего преступления;
ἴχνη τῶν πληγῶν Plat. — следы побоев;ἴ. τειχέων Eur. — остатки городских стен3) редко ступня, ногаἔφερε ἣ μὲν ὠλένην, ἣ δ΄ ἴ. Eur. — одна (вакханка) унесла руку, другая - ногу (растерзанного Пентея)
-
7 τυπος
(ῠ) ὅ1) ударτ. ἀντίτυπος Her. — удар и ответный удар
2) знак, след(τύποι πληγῶν Plut.)
τύποι σφενδόνης Eur. — отпечаток (оттиск) перстня;τ. τοῦ καυτῆρος Luc. — выжженное клеймо;τύποι γραμμάτων Plut. — письменные знаки, письмена3) резьба, резное (скульптурное) изображениеαἱμασιέ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Her. — ограда со скульптурными изображениями;
ἀσπίδος τύποις ἐπῆν γίγας Eur. — на щите была вырезана фигура гиганта;χρυσέων ξοάνων τύποι Eur. — золотые изваяния4) форма или образец, типτοῦ αὐτοῦ μετέχειν τύπου Plat. — иметь ту же форму, относиться к тому же типу;
Ἱππομέδοντος μέγας τ. Aesch. — громадного роста Гиппомедонт5) очерк, очертания, общий вид Isocr., Plat., Arst.τύπῳ и ἐν τύπῳ Plat., Arst. — в общем виде, в форме наброска;
τύπον τινὰ λαβεῖν τινος Plat. — постичь что-л. в общих чертах6) топот(ἵππων Xen.)
-
8 υπομονη
ἥ1) оставаниеἐναντία ὑ. ἀκολούθησις (sc. ἐστιν) Arst. «остаться» и «последовать» - понятия противоположные
2) стойкость, выдержка, выносливость Arst.ὑ. τινος Plat., Polyb. — стойкость в чем-л.;
ἥ ὑ. τῶν πληγῶν Polyb. — сопротивляемость ударам
См. также в других словарях:
πληγῶν — πλήξ fem gen pl πληγή blow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύθρο — (Lythrum). Γένος φυτών της οικογένειας των λυθριδών, που αριθμεί περίπου 25 είδη. Πρόκειται για πόες με τετραγωνικό βλαστό και γραμμοειδή ή λογχοειδή φύλλα. Τα άνθη του είναι ρόδινα, κόκκινα ή λευκά. Είναι ωραίο διακοσμητικό φυτό και σχηματίζει… … Dictionary of Greek
ROTAE supplicium — apud Graecos iam olim in usu, Suidae Ο῎ργανον fuit βαςανιςτήριον καὶ διατεῖνον τὰ σώματα, instrumentum hominibus excruciandis inventum, corpora distendens. Et alibi ξύλινόν τι, εν ᾧ δεςμούμενοι οἱ οἰκέται ἐκολάζοντο, lignum quoddam, in quo servi… … Hofmann J. Lexicon universale
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
απολύμανση — Η καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών· στην καθομιλουμένη ο όρος σημαίνει συνηθέστερα την εξόντωση των σπόρων στο περιβάλλον και στην επιφάνεια του σώματος, ενώ απολυμαντικά λέγονται και μερικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του… … Dictionary of Greek
ασηψία — Η πλήρης απουσία παθογόνων μικροβίων και σαπροφύτων. Η α. αποτελεί αρκετά πρόσφατη κατάκτηση της ιατρικής και κυρίως της χειρουργικής. Οι πρώτες προσπάθειες ανάγονται στις αρχές του 19ου αι. και απέβλεπαν στην καταστροφή με διάφορες χημικές ή… … Dictionary of Greek
επιθηλιοποίηση — η (ιστολ.) ο σχηματισμός επιθηλιακού ιστού και ειδικά η κάλυψη τού συνδετικού ιστού με επιθηλιακή στιβάδα κατά την επούλωση πληγών … Dictionary of Greek
ευλάβεια — η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) [ευλαβής] 1. το ήθος και ο τρόπος τού ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῑον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ. β. «ἐκανε μ ευλάβεια το σταυρό του») 2. ο φόβος, το δέος… … Dictionary of Greek
θρυψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο της τάξης των υδρολασών, που σχηματίζεται στο έντερο από την επίδραση της εντεροπεπτιδάσης (παλαιότερα γνωστή ως εντεροκινάση) στο προένζυμο θρυψινογόνο του παγκρέατος. Η θ. ανήκει στην κατηγορία των ενδοπεπτιδασών ή πρωτεασών … Dictionary of Greek
ιατροκαύτης — ἰατροκαύτης, ὁ (Α) ειδικός γιατρός που εφάρμοζε στη θεραπεία πληγών ή ασθενειών τη μέθοδο τής καυτηρίασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + καύτης (< καίω)] … Dictionary of Greek
κάκαδο — και κάρκαδο και κάκανο, το 1. η εσχάρα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τών πληγών, εξανθημάτων ή ελκών 2. ξηραμένη λέμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κα τού καίω με δίπλωση. Ο τ. κάρκαδο από αναλογική επίδραση, ο δε τ. κάκανο από τροπή τού δ σε ν . Κατ… … Dictionary of Greek