Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὅστις

См. также в других словарях:

  • ὅστις — that masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • Ὄστις ἀνθρώπου φύσιν… — См. Сверх человек …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὀστὶς δ’ ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν καλῶς. — См. Терпи казак, атаман будешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. — οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. См. Счастью не вовсе верь! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χὤστις — ὅστις , ὅστις that masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὥστις — ὅστις , ὅστις that masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅστισπερ — ὅστις , ὅστις that masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱστισινοῦν — ὅστις that fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἵτινες — ὅστις that fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»