Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀ-θῷος

См. также в других словарях:

  • θωός — θωός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • θωός — θώς jackal masc gen sg θωός bird masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωόν — θωός bird masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ATHOS — mons Macedoniae, nunc in tractu Iamboli dicto, instar peninsulae in mare Aegaeum excurrens, inter sinus Strymonicum, et Singiticum, cuius umbra in Lemnum insul. inde in ortum 87. mill. pass. distantem usque pertingit. Plin. 1. 4. c. 10. et 12.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θωή — θωή, αττ. τ. θωά και ιων. τ. θωϊή, ἡ (Α) ποινή, τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ρίζα *dhē «τοποθετώ» ( θη ) τού. τί θη μι, τής οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω . Σχηματίζεται με την κατάλ. ιά, η οποία διασώζεται στον ιων. τ. θωιή (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θως — ο, η (Α θώς, γεν. θωός, ὁ, ἡ) νεοελλ. ζωολ. θηλαστικό σαρκοφάγο τής οικογένειας τών κυνιδών, τσακάλι αρχ. 1. θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο, πιθ. το τσακάλι 2. κυνηγετικό σκυλί (Οππ.) 3. πάνθηρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένεια του με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»