-
1 αθωος
21) освобожденный от наказания, ненаказанный(τινος Diod.)
ἀθῷον ἀφεῖναί τινα Dem. — отпустить без наказания (оправдать) кого-л.;οὐδὲ εἶς ἀδικήσας ἀ. διέφυγεν Men. — ни один провинившийся не ускользнул от наказания;πληγῶν ἀ. Arph. — не подлежащий телесному наказанию;ἀθῴους καθιστάναι τινάς Dem. — оставить безнаказанным кого-л.2) невиновныйἀ. ἅπασι Dem. — ни в чем не виноватый;
ἀ. ἀπό τινος NT. — невиновный в чем-л.3) не потерпевший ущерба, незадетыйὅστις ἀ. τινος γέγονεν Dem. — всякий, кто не страдал от чего-л.
4) не причиняющий ущерба, безвредный Dem. -
2 θως
θωός ὅ (gen. pl. θώων) предполож. шакал ( Canis aureus), по друг. веверра циветтовая ( Viverra zibetha) Hom., Her., Arst. -
3 θώς
(γεν. θωός) ο шакал
См. также в других словарях:
θωός — θωός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
θωός — θώς jackal masc gen sg θωός bird masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωόν — θωός bird masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ATHOS — mons Macedoniae, nunc in tractu Iamboli dicto, instar peninsulae in mare Aegaeum excurrens, inter sinus Strymonicum, et Singiticum, cuius umbra in Lemnum insul. inde in ortum 87. mill. pass. distantem usque pertingit. Plin. 1. 4. c. 10. et 12.… … Hofmann J. Lexicon universale
θωή — θωή, αττ. τ. θωά και ιων. τ. θωϊή, ἡ (Α) ποινή, τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ρίζα *dhē «τοποθετώ» ( θη ) τού. τί θη μι, τής οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω . Σχηματίζεται με την κατάλ. ιά, η οποία διασώζεται στον ιων. τ. θωιή (πρβλ … Dictionary of Greek
θως — ο, η (Α θώς, γεν. θωός, ὁ, ἡ) νεοελλ. ζωολ. θηλαστικό σαρκοφάγο τής οικογένειας τών κυνιδών, τσακάλι αρχ. 1. θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο, πιθ. το τσακάλι 2. κυνηγετικό σκυλί (Οππ.) 3. πάνθηρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένεια του με το… … Dictionary of Greek