-
1 πλοκαμίς
A lock or braid of hair, Euph.140, Bion 1.20, Nonn.D.4.133, 5.385: collectively in sg., braided hair,τοῦ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Theoc.13.7
.II = πλεκτάνη 11, in pl., Opp.H.2.125, C.3.179.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλοκαμίς
-
2 πλόκαμος
πλόκᾰμ-ος, ὁ,A lock or braid of hair, A.Ch.6, 187, Hdt.4.34: in pl., locks, curling hair, prop. of women, Il.14.176; of a man,κομᾶν πλόκαμοι Pi.P.4.82
; π. Τυφῶ, dithyrambic phrase in Ar. Nu. 336;τί πλόκαμοι ῥέξωμεν, ὅτ' οὔρεα τοῖα σιδήρῳ εἴκουσιν; Call.
in PSI9.1092.47: in sg. also, collectively, = κόμη, A.Fr. 313, etc.;τριχὸς π. Id.Th. 564
(lyr.);χαίτας π. E.Ph. 309
(lyr.).2 Βερενίκης π., a constellation, Hsch., cf. Call.l.c.;ἡ τοῦ π. συστροφή Ptol. Tetr.26
.II = πλεκτάνη 11, Ael.VH1.1.2 π. θαυμαστός, = πλέγμα δικτυοειδές, v.l. in Gal.UP9.4.3 in pl., of wicker baskets, Id.Nat.Fac.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλόκαμος
-
3 πλοκαμώδεα
πλοκᾰμ-ώδεα· τὸν οὖλον βόστρυχον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλοκαμώδεα
См. также в других словарях:
ψαμαθίς — ίδος, ἡ, Α θαλάσσιο ψάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμαθος «άμμος» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πλοκαμ ίς)] … Dictionary of Greek