Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πλείστων

См. также в других словарях:

  • Πλειστῶν — Πλειστός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλείστων — Πλεῖστος most masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλείστων — πλεί̱στων , πλεῖστος most fem gen pl πλεί̱στων , πλεῖστος most masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Константинополь — I (греческ. Κωνσταντινουπολις, древ. Βυζαντιον, латинск. Byzantium, древне русск. народн. Цареград, серб. Цариград, чеш. Cařihrad, польск. Carogród, турец. Станбол [произн. Стамбул или Истамбул], арабск. Константинийэ, итал. простонародное и у… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… …   Dictionary of Greek

  • everybody’s business is nobody’s business — Cf. ARISTOTLE Politics II. i. ἥκιστα γὰρ επιμελείας τυγχάνει τὸ πλείστων κοινόν, a matter common to most men receives least attention. 1611 R. COTGRAVE Dict. French & English s.v. Ouvrage, Euerie bodies worke is no bodies worke. 1655 I. WALTON… …   Proverbs new dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»