-
1 πλατ-ωχέτης
πλατ-ωχέτης, ὁ, der Nahewohnende, von πλατίον, = πλησίον, s. πλατυχαίτας.
-
2 πλατωχέτης
πλατ-ωχέτης, ὁ, der Nahewohnende -
3 πλατύς 1
πλατύς 1.Grammatical information: adj.Meaning: `wide, broad, flat, level' (Il.).Compounds: Often as 1. member, e.g. πλατύ-φυλλος `broad-leaved' (Arist., Thphr.).Derivatives: πλατύτης f. `width, breadth' (Hp., X.); πλατύνω, also w. δια-, ἐν- a.o., `to widen, to make broad' (X., Arist.) with πλάτ-υσμα (- υμμα) n. `dish, brick etc.' (Herod., Hero, pap.), - υσμός m. `broadening' (Arist., LXX). Also πλατεῖον n. `board, table' (Plb.), after the instrument names in - εῖον; from πλατεῖα ( χείρ, φωνή e. o.) πλατειάζω `to blow with the flat of the hand' (Pherecr.), `pronounce broadly' (Theoc.). -- Besides several formations: πλάτος n. `width, breadth, size' (Simon., Emp., Hdt., Ar.) with ἀ-πλατής `without breadth' (Arist.); πλατ-ικός (v.l. - υκός) `concerning the width, breadth, exhaustive, extensive' (Vett. Val., Arist.-comm.); cf. γεν-ικός to γένος. -- πλαταμών, - ῶνος m. `flat stone, ledge of rock, flat beach etc.' (h. Merc. 128, hell.) with - αμώδης `flat' (Arist.). -- πλάτη f. `blade of an oar, oar', meton. `ship', also `shoulder blade' (usu. ὠμο-πλάτη Hp.) (trag., Arist.); πλάτης, Dor. -ᾱς m. `pedestal of a gravestone' (inscr. Asia Minor, cf. γύης, πόρκης); πλάτιγξ τῆς κώπης τὸ ἄκρον H. -- PN Πλάταια (Β 504 a.o.), usu. pl. - αί f. (IA.) town in Boeotia with - αιίς, - αιεῖς etc.; accent-change as in ἄγυια: - αί (s. v.).Etymology: With πλατύς are deiretcly dientical Skt. pr̥thú-, Av. pǝrǝʮu- `wide, broad' (on the dental bel.). To this πλάτος like e.g. βάρος to βαρύς (s. v.) with zero grade instead of the older full grade in Skt. práthas- = Av. fraʮah- n. `breadth', Celt., e.g. Welsh. lled `id.' Also πλαταμών has -- the secondary zero grade excepted -- an exact Skt. agreement, i.e. prathi-mán- m. `extension, breadth'; cf. bel. With the reserve necessary with PN Πλάταια can be identified with Skt. pr̥thivī́ f. `earth', prop. "the broad (stretches of earth); here also a Celtic agreement e.g. in Welsh.-Lat. Letavia, Welsh Llydau `Brittany'. The identification, which is in itself possible, of πλάτανος with Celt., e.g. OIr. lethan, Welsh llydan `broad' is however rather improbable; cf. s. v. The same suffix also in Hitt. paltana-'arm, shoulder', which resembles semantically πλάτη (Laroche Rev. de phil. 75, 38, Benveniste BSL 50, 42). On πλάτη beside πλάτος cf. βλάβη: βλάβος, πάθη: πάθος a.o.; after κώπη? -- A corresponding primary verb is only in Skt. práthati, -te `extend' retained, to which as verbal noun prathi-mán-: πλατα-μών prop. "which extends" (cf. τελα-μών prop. "who bears"). The from this and from pr̥thi-vī : Πλάτα-ια resulting disyll. root * pleth₂-: *pl̥th₂ gave the Skt. aspirate (in prevocalic position): pr̥thú- from *pl̥th₂-ú-, práthas- from *pléth₂os-. -- Far remains Arm. layn `broad' (to Lat. lātus `broad'), s. W.-Hofmann s. v. w. lit. Further details with rich lit. in Mayrhofer s. pr̥thúḥ, pr̥thvī́, práthati, práthaḫ, prathimā́, W.-Hofmann s. 1. planta, Fraenkel s. platùs; older lit. in WP. 2, 99f. (Pok. 833f.).Page in Frisk: 2,553-554Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλατύς 1
-
4 πλατυ-όφθαλμος
πλατυ-όφθαλμος, 1) breit-, weitäugig. – 2) akt., die Augen erweiternd, Sp.; τὸ πλατ., ein Kraut, Diosc.
-
5 πλατυχαίτας
A neighbour: Schneid., comparing ὁμωχέτας, restored [full] πλᾱτ-ωχέτας (better [full] πλᾱτι-ωχέτας, from πλατίον, [dialect] Dor. for πλησίον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλατυχαίτας
-
6 πλατυόφθαλμος
πλατυ-όφθαλμος, (1) breit-, weitäugig; (2) act., die Augen erweiternd; τὸ πλατ., ein Kraut -
7 πλάστιγξ
πλάστιγξ, - ιγγοςGrammatical information: f.Meaning: `scales' (Att.), also `disk of the kottabos-standard' (Critias, Hermipp.), metaph. `oystershell' (Opp.), `horsecollar' (which hangs from the wood of the yoke like the scales from the weighbridge; E. Rh. 303), also (in plur.) `surgical splints' (Hippiatr.).Other forms: πλήστιγγες pl. `id.' (Hp. ap. Gal. 19, 131).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation in - ιγγ- (Chantraine Form. 398ff., Schwyzer 498) from an unknown noun. As the designation of the scales (weighing-machine) and the Kottabosdisk is prob. to be derived from the flat form of it, one connects the root pelā- `broaden' (s. πλάξ). The nearest basis may be a noun *πλαστ(ο)-, which may stand for *πλατ-τ(ο)- (cf. on πλάτη), or for *πλαθ-τ(ο)- (s. πλάσσω). The usu. called "Ion." form πλήστιγ-γες which occurs once only, occurs only in a not quite clear specific meaning, can, if no derailment, represent a form πλᾱ-. -- On the debated πλάστιγξ A. Ch. 290 (for μάστιγξ?) s. Gentili Stud. itfilcl. N. S. 21, 105ff. -- Again, the form πλαθ- cannot be explained from IE; the suffix shows that he word is Pre-Greek (not in Furnée).Page in Frisk: 2,552Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλάστιγξ
См. также в других словарях:
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
συχνός — ή, ό / συχνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. συχνιός, ά, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, αλλεπάλληλος (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «μάλα γε συχνὸν εἶδος»,… … Dictionary of Greek
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… … Dictionary of Greek
χρεία — η, ΝΜΑ, και χρειά Ν, και ιων. τ. χρείη και αιολ. τ. χρήα και χρέα και κρητ. τ. χρηΐα Α 1. ανάγκη, επιτακτικός λόγος (α. «αν η χρεία τό καλέσει» αν παραστεί ανάγκη β. «καὶ μὴ χρείᾳ πολεμῶμεν», Σοφ.) 2. στέρηση, έλλειψη, ένδεια, φτώχεια (α. «δεν… … Dictionary of Greek
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
έτι — ἔτι (Α) επίρρ. I. (χρονικό) 1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ ἐκ βρέφεος» από τη βρεφική ακόμη ηλικία β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.) 2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.) 3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι… … Dictionary of Greek