-
1 πλασίων
πλάσιςmoulding: fem gen pl (epic doric ionic aeolic)πλάσσωform: fut part act masc nom sg (doric) -
2 πεντα-πλασίων
πεντα-πλασίων, ονος, = πενταπλάσιος, Sp.
-
3 πεντε-και-δεκα-πλασίων
πεντε-και-δεκα-πλασίων, ονος, funfzehnfach; Plut. de plac. philos. 2, 30; Ath. II, 58 a.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκα-πλασίων
-
4 ποσα-πλασίων
ποσα-πλασίων, ον, = Vorigem, Sp.
-
5 πολυ-πλασίων
πολυ-πλασίων, = πολλαπλασίων, Sp., zw.
-
6 πολλα-πλασίων
πολλα-πλασίων, ον, = πολλαπλάσιος; Pol. 35, 4, 4; Plut. oft u. a. Sp. – Adv. πολλαπλασιόνως, Poll. 4, 164.
-
7 τρι-πλασίων
τρι-πλασίων, ονος, dreifach, dreifältig, dreimal so viel, c. gen., Ar. Equ. 285. 715.
-
8 τρις-και-δεκα-πλασίων
τρις-και-δεκα-πλασίων, ονος, dreizehnfältig, Sp.
-
9 τρις-μῡριο-πλασίων
τρις-μῡριο-πλασίων, ονος, dreißigtausendfach, Archimed.
-
10 τριᾱκοντα-πλασίων
τριᾱκοντα-πλασίων, ον, dreißigfach, dreißigmal so viel, Archimed.
-
11 τετρα-πλασίων
τετρα-πλασίων, gen. ονος, = τετραπλάσιος.
-
12 τοσαυτα-πλασίων
τοσαυτα-πλασίων, ονος, = Vorigem, Sp.
-
13 χῑλιο-πλασίων
χῑλιο-πλασίων, ονος, tausendfach, -fältig, Sp.
-
14 εἰκοσα-πλασίων
εἰκοσα-πλασίων, ον, dasselbe, Archimed.
-
15 δι-πλασίων
δι-πλασίων, ον, = διπλάσιος; erst bei Sp. übliche Form; vgl. Lob. Phryn. p. 411.
-
16 δεκα-πλασίων
δεκα-πλασίων, ονος, dasselbe, Schol. Il. 2, 488.
-
17 μῡριο-πλασίων
μῡριο-πλασίων, ονος, dasselbe, Sp.
-
18 ἀ-πειρο-πλᾱσίων
ἀ-πειρο-πλᾱσίων, ον, dasselbe, Sp.
-
19 ὀκτω-και-εικοσα-πλασίων
ὀκτω-και-εικοσα-πλασίων, ονος, achtundzwanzigfach, -mal, Plut. Plac. phil. 2, 21.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὀκτω-και-εικοσα-πλασίων
-
20 ὀκτω-και-δεκα-πλασίων
ὀκτω-και-δεκα-πλασίων, ονος, achtzehnfach; Plut. plac. phil. 2, 31 fac. orb. lun. 10.
См. также в других словарях:
πλασίων — πλάσις moulding fem gen pl (epic doric ionic aeolic) πλάσσω form fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσαπλασίων — ὁσαπλασίων, ον (Α) όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + πλασίων (< πλάσιος με την κατάλ. τού συγκριτικού βαθμού ίων), πρβλ. μυριο πλασίων] … Dictionary of Greek
τοσαπλασίων — άσιον, Α τόσες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλασίων (< πλάσιος* + επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. πολλα πλασίων. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] … Dictionary of Greek
τρεισκαιδεκαπλασίων — και τρισκαιδεκαπλασίων, άσιον, Α ο δεκατρείς φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + πλασίων (< πλάσιος* + ίων), πρβλ. πεντα πλασίων] … Dictionary of Greek
τριακονταεννεαπλασίων — άσιον, Α ο τριάντα εννέα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακονταεννέα + πλασίων (< πλάσιος + επίθημα ίων), πρβλ. πεντα πλασίων] … Dictionary of Greek
οκτωκαιεικοσαπλασίων — ὀκτωκαιεικοσαπλασίων, ον (Α) αυτός που είναι είκοσι οκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + εἴκοσι + πλασίων (< πλάσιος*), πρβλ. οκτωκαιδεκαπλασίων] … Dictionary of Greek
πενταπλασίων — ον, Α ο πενταπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενταπλάσιος + κατάλ. συγκριτ. ιων (πρβλ. μυριο πλασίων)] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκαπλασίων — ον, Α αυτός που είναι δεκαπέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλο, ο πεντεκαιδεκαπλάσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιδεκαπλάσιος + κατάλ. ίων, δηλωτική τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. δι πλασίων)] … Dictionary of Greek
χιλιοκαιπεντηκονταπλασίων — άσιον, Α αυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1050. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + καί + πεντήκοντα + πλασίων (< πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. μυριο πλασ ίων)] … Dictionary of Greek
χιλιοκτακοσιογδοηκονταπλασίων — άσιον, Α αυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1880. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ὀκτακόσια + ὀγδοήκοντα + πλασίων (< πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. μυριο πλασ ίων] … Dictionary of Greek