-
1 πλανήτης
πλανήτης, ὁ, irrend, berumschweifend; Soph. O. C. 3. 123; Eur. Hel. 1692; βίος, Heracl. 878; τοὺς πλανήτας ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους καλοῦμεν, Plat. Rep. II, 371 d.
-
2 πλανητης
-
3 πλανητής
-
4 πλανητῆς
-
5 πλανήτης
πλανήτηςmasc nom sg -
6 πλανήτης
πλανήτης, ὁ, irrend, herumschweifend -
7 πλανήτης
πλανήτης, ου, ὁ (πλάνης; Soph. et al.; Vett. Val. 65, 4; Hos 9:17; Jos., Ant. 3, 145; Tat.; Ath. 23, 2) wanderer, roamer used as subst. and adj. in our lit. only in the combination ἀστέρες πλανῆται (Aristot., Meteor. 1, 6; Plut., Mor. 604a; 905c f; Ps.-Lucian. Astrol. 14, Salt. 7 al.; PGM 7, 513, mostly of the planets, which appeared to ‘wander’ across the skies among the fixed stars) in imagery, w. tradition such as En 18:15f as background: wandering stars Jd 13 (the v.l. πλάνητες [s. πλάνης] is by no means rare in other lit., e.g. X., Mem. 4, 7, 5; Aristot., Met. 342b, 28 in just this combination).—S. ἀστήρ end. DELG s.v. πλανάομαι. M-M. TW. -
8 πλανήτης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλανήτης
-
9 πλανήτης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλανήτης
-
10 πλανήτης
ο планета -
11 πλανήτης
блуждающий (о звездах, планетах).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πλανήτης
-
12 πλανήτης
[планитис] ουσ. а.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλανήτης
-
13 πλανήτης
-ου +ὁ N 1 0-0-1-0-0=1 Hos 9,17 -
14 πλανήτης
[планитис] ουσ α (αστρον) планета. -
15 πλανήτης
A = πλάνης 1.1, S.OC3, 124 (lyr.), E.Ba. 148 (lyr.), etc.; τοὺς π. ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους [ καλοῦμεν] Pl.R. 371d; πλανῆται ἐπὶ πάντας τόπους, of hares, X.Cyn.5.17.II as Adj.,π. ἄθλιος βίος E.Heracl. 878
, cf. Porph.Marc.22.2 Medic., = πλάνης 1.3, Gal.11.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλανήτης
-
16 πλανήτης
planète -
17 πλανήτης
planeta (f) rzecz. -
18 πλανήτης
oběžnice -
19 πλανήτης
planetΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πλανήτης
-
20 συμ-πλανήτης
συμ-πλανήτης, ὁ, = Folgdm, Nicet.
См. также в других словарях:
πλανήτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… … Dictionary of Greek
πλανήτης — ο ετερόφωτο άστρο που κινείται γύρω από τον ήλιο: Στους εννιά γνωστούς πλανήτες ανήκει και η Γη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλανητῆς — πλανητός wandering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανῆτα — πλανήτης masc voc sg πλανήτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητῶν — πλανήτης masc gen pl πλανητός wandering fem gen pl πλανητός wandering masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήταις — πλανήτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήτου — πλανήτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήτῃ — πλανήτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… … Dictionary of Greek