Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πλανήτης

  • 1 planète

    πλανήτης

    Dictionnaire Français-Grec > planète

  • 2 oběžnice

    πλανήτης

    Česká-řecký slovník > oběžnice

  • 3 planet

    πλανήτης

    English-Greek new dictionary > planet

  • 4 planeta

    πλανήτης

    Słownik polsko-grecki > planeta

  • 5 merkur

    (πλανήτης) Ερμής

    Türkçe-Yunanca Sözlük > merkur

  • 6 планета

    планета ж о πλανήτης
    * * *
    ж
    ο πλανήτης

    Русско-греческий словарь > планета

  • 7 Vagabond

    subs.
    Wanderer: P. and V. πλανήτης, ὁ, πλνης, ὁ, V. λήτης, ὁ.
    Rogue: P. and V. γύρτης, ὁ. fem., V. γύρτρια, ἡ; use beggar.
    Quack, cheat: Ar. and P. λάζων, ὁ; see Quack.
    ——————
    adj.
    Wandering: P. πλανητός (Plat.), V. πλανήτης, διάδρομος, πολδονος, φοιτς, Ar. and V. νομς.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vagabond

  • 8 Vagrant

    adj.
    P. πλανητός (Plat.), V. πλανήτης, διάδρομος, πολύδονος, φοιτς, Ar. and V. νομς.
    ——————
    subs.
    P. and V. πλανήτης, ὁ, πλνης, ὁ, V. λήτης, ὁ; see Beggar, Rogue.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vagrant

  • 9 веста

    астр. η Εστία (πλανήτης).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > веста

  • 10 марс

    1. мор. η κόφα
    το θωράκιο (του ιστού)
    2. астр. о Άρης (πλανήτης).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > марс

  • 11 планета

    ο πλανήτης· верхняя - ανώτερος -
    внутренняя - см. нижняя -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планета

  • 12 сателлит

    1. (зубчатое колесо планетарной передачи) о δορυφόρος οδοντωτός τροχός
    ο δορυφόρος του πλανητικού συστήματος των τροχών
    - дифференциала ο δορυφόρος/πλανήτης του διαφορικού
    2. (государство) το κράτος-δορυφόρος 3. астр. ο δορυφόρος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сателлит

  • 13 юпитер

    1. тех. о προβολέας 2. астр. о Δίας (πλανήτης).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > юпитер

  • 14 планета

    планет||а
    ж ὁ πλανήτης.

    Русско-новогреческий словарь > планета

  • 15 planet

    ['plænit]
    (any of the bodies (eg the Earth) which move round the Sun or round another star: Mars and Jupiter are planets, but the Moon is not.) πλανήτης

    English-Greek dictionary > planet

  • 16 world

    [wə:ld]
    1) (the planet Earth: every country of the world.) κόσμος
    2) (the people who live on the planet Earth: The whole world is waiting for a cure for cancer.) κόσμος
    3) (any planet etc: people from other worlds.) κόσμος, πλανήτης
    4) (a state of existence: Many people believe that after death the soul enters the next world; Do concentrate! You seem to be living in another world.) κόσμος
    5) (an area of life or activity: the insect world; the world of the international businessman.) κόσμος, πληθυσμός, είδος
    6) (a great deal: The holiday did him a/the world of good.) κόσμος, νοοτροπία ανθρώπων
    7) (the lives and ways of ordinary people: He's been a monk for so long that he knows nothing of the (outside) world.) (-πολύ καλό)
    - worldliness
    - worldwide
    - World Wide Web
    - the best of both worlds
    - for all the world
    - out of this world
    - what in the world? - what in the world

    English-Greek dictionary > world

  • 17 астероид

    α.
    αστεροειδής, πλανητοειδής, μικρός πλανήτης.

    Большой русско-греческий словарь > астероид

  • 18 земля

    -и, αιτ. землю, πλθ. земли, γεν. земель, δοτ. землям θ.
    1. γη, γήινη σφαίρα, ο πλανήτης μας•

    земля вращается вокруг солнца η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο.

    2. η ξηρά.
    3. έδαφος•

    плодородная земля εύφορη γη•

    бесплодная земля άγονη γη•

    песчаная земля αμμώδες έδαφος•

    пахотная земля καλλιεργήσιμη γη•

    обетованная земля γη της επαγγελίας•

    национализация -и εθνικοποίηση της γης•

    церковные -и τα τσιφλίκια της εκκλησίας (βακούφικα): помещичья земля η τσιφλικάδικη γη•

    колхозная земля κολχόζνικη γη.

    || χώμα•

    жирная земля παχύ χώμα•

    рыхлая земля αφράτο χώμα•

    бросить на -ю ρίχνω καταγής (χάμω)•

    лечь на -ю ξαπλώνω καταγής.

    || χώρα, τόπος, κράτος•

    он живт в чужой земле αυτός ζει σε ξένη χώρα•

    необитаемые -и ακατοίκητα μέρη.

    4. παλ. άκρη, φόντος με διακόσμηση υφάσματος ή χαρτιού.
    εκφρ.
    словно из -и ή из-под -и – εμφανίζομαι σαν τον Φαντομά (απροσδόκητα)•
    -и под собой не слышать ή не чуятьκ.τ.τ. πετώ από τη χαρά μου.
    θ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «З».

    Большой русско-греческий словарь > земля

  • 19 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 20 планета

    θ.
    1. πλανήτης.
    2. παλ. τύχη, μοίρα.

    Большой русско-греческий словарь > планета

См. также в других словарях:

  • πλανήτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… …   Dictionary of Greek

  • πλανήτης — ο ετερόφωτο άστρο που κινείται γύρω από τον ήλιο: Στους εννιά γνωστούς πλανήτες ανήκει και η Γη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλανητῆς — πλανητός wandering fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανῆτα — πλανήτης masc voc sg πλανήτης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανητῶν — πλανήτης masc gen pl πλανητός wandering fem gen pl πλανητός wandering masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανήταις — πλανήτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανήτου — πλανήτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανήτῃ — πλανήτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»