-
1 πλανατας
-
2 πλανάτας
πλανά̱τᾱς, πλανήτηςmasc acc pl (doric)πλανά̱τᾱς, πλανήτηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
3 πλανητης
-
4 πλάν
-
5 πλανήτης
A = πλάνης 1.1, S.OC3, 124 (lyr.), E.Ba. 148 (lyr.), etc.; τοὺς π. ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους [ καλοῦμεν] Pl.R. 371d; πλανῆται ἐπὶ πάντας τόπους, of hares, X.Cyn.5.17.II as Adj.,π. ἄθλιος βίος E.Heracl. 878
, cf. Porph.Marc.22.2 Medic., = πλάνης 1.3, Gal.11.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλανήτης
-
6 ἐρεθίζω
A- ιζέμεν Il.4.5
: [tense] impf. (lyr.), [dialect] Ep.ἐρ- Il.5.419
: [tense] fut.- ίσω Gal.1.385
,- ιῶ Hp.Mochl.2
, Plb.13.4.2 : [tense] aor.1ἠρέθισα D.H.3.72
; poet. (lyr.), inf.ἐρεθίξαι AP12.37
(Diosc.): [tense] pf.ἠρέθικα Aeschin.2.37
:—[voice] Pass., [tense] aor. 1 ἠρεθίσθην, part.ἐρεθισθείς Hdt.6.40
, D.H.4.57 : [tense] pf.ἠρέθισμαι Hp.
(v. infr.), etc.: ([etym.] ἐρέθω):—rouse to anger, rouse to fight, Il.1.32 ;κερτομίοις ἐπέεσσι 5.419
; κύνας τ' ἄνδρας τε, of a lion, 17.658 ;ἐ. τοὺς Πέρσας Hdt.3.146
;φιλαύλους τ' ἠρ. Μούσας S.Ant. 965
(lyr.) ;ὥσπερ σφηκιὰν ἐ. τινά Ar. Lys. 475
;χεῖρον..ἐρεθίσαι γραῦν ἢ κύνα Men.802
; πὺξ ἐ. challenge to a boxing-match, Theoc.22.2 ; provoke to curiosity,μητέρα σήν Od.19.45
: generally, excite, chafe,φρένας ἐ. φόβος A.Pr. 183
(lyr.) ; of physical irritation, Hp.Mochl.2 ; βῆχες βραχέα -ουσαι causing brief irritation, Id.Aph.4.54 : metaph.,ἐ. πλανάτας χοροῖσιν E.Ba. 148
(lyr.) ; ἐ. μάγαδιν to touch it, Telest.4 ;φλόγα Hld.8.9
;τὸ φονικὸν καὶ θηριῶδες Plu.2.822c
; incite to rivalry, 2 Ep.Cor.9.2:—[voice] Pass., to be provoked, excited,ὑπό τινος Hdt.6.40
, cf. Ar.V. 1104 ; under provocation,Men.
574 ; ; of love,τοῖς νέοισιν -ισμένος Timocl.30
; of fire,φέψαλος.. -όμενος..ῥιπίδι Ar. Ach. 669
(lyr.) ;αἰθὴρ -έσθω βροντῇ A.Pr. 1045
(anap.) ; πνεῦμα ἠρεθισμένον, of one who has run till he is out of breath, E.Med. 1119 ; irritated,Hp.
Fract.27, cf. 31, Plb.1.81.6 ;ὀσμὴ -ισμένη Eub.75.9
;ἐπὶ τὴν ὕβριν ἠρεθίσθαι Luc.Am.22
.II abs., to be quarrelsome or perverse, Ph.1.359.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρεθίζω
См. также в других словарях:
πλανάτας — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ.πλανήτης … Dictionary of Greek
πλανάτας — πλανά̱τᾱς , πλανήτης masc acc pl (doric) πλανά̱τᾱς , πλανήτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… … Dictionary of Greek