-
41 веста
астр. η Εστία (πλανήτης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > веста
-
42 марс
1. мор. η κόφατο θωράκιο (του ιστού)2. астр. о Άρης (πλανήτης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > марс
-
43 планета
ο πλανήτης· верхняя - ανώτερος -внутренняя - см. нижняя -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планета
-
44 сателлит
1. (зубчатое колесо планетарной передачи) о δορυφόρος οδοντωτός τροχόςο δορυφόρος του πλανητικού συστήματος των τροχών2. (государство) το κράτος-δορυφόρος 3. астр. ο δορυφόρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сателлит
-
45 юпитер
1. тех. о προβολέας 2. астр. о Δίας (πλανήτης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > юпитер
-
46 планета
планет||аж ὁ πλανήτης. -
47 πλανάται
πλανάωcause to wander: pres subj mp 3rd sgπλανάωcause to wander: pres ind mp 3rd sgπλανήτηςmasc nom /voc pl (doric) -
48 πλανᾶται
πλανάωcause to wander: pres subj mp 3rd sgπλανάωcause to wander: pres ind mp 3rd sgπλανήτηςmasc nom /voc pl (doric) -
49 πλανήται
πλανάωcause to wander: pres subj mp 3rd sg (doric)πλανάωcause to wander: pres ind mp 3rd sg (doric)πλανάωcause to wander: pres subj mp 3rd sg (epic ionic)πλανάωcause to wander: pres ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic)πλανήτηςmasc nom /voc pl -
50 πλανῆται
πλανάωcause to wander: pres subj mp 3rd sg (doric)πλανάωcause to wander: pres ind mp 3rd sg (doric)πλανάωcause to wander: pres subj mp 3rd sg (epic ionic)πλανάωcause to wander: pres ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic)πλανήτηςmasc nom /voc pl -
51 πλανητών
-
52 πλανητῶν
-
53 πλανητάων
πλανητά̱ων, πλανήτηςmasc gen pl (epic aeolic)πλανητά̱ων, πλανητόςwandering: masc /fem gen pl (epic aeolic) -
54 πλανάτω
πλανά̱τω, πλανάωcause to wander: pres imperat act 3rd sgπλανά̱τω, πλανήτηςmasc gen sg (attic epic doric ionic) -
55 πλανήτη
-
56 πλανήτῃ
-
57 πλανήτηι
πλανήτῃ, πλανήτηςmasc dat sg (attic epic ionic) -
58 πλανήτην
πλανάωcause to wander: imperf ind act 3rd dual (homeric ionic)πλανήτηςmasc acc sg (attic epic ionic) -
59 პლანეტი
Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > პლანეტი
-
60 4107
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4107
См. также в других словарях:
πλανήτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… … Dictionary of Greek
πλανήτης — ο ετερόφωτο άστρο που κινείται γύρω από τον ήλιο: Στους εννιά γνωστούς πλανήτες ανήκει και η Γη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλανητῆς — πλανητός wandering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανῆτα — πλανήτης masc voc sg πλανήτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητῶν — πλανήτης masc gen pl πλανητός wandering fem gen pl πλανητός wandering masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήταις — πλανήτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήτου — πλανήτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήτῃ — πλανήτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… … Dictionary of Greek