-
61 planet
['plænit](any of the bodies (eg the Earth) which move round the Sun or round another star: Mars and Jupiter are planets, but the Moon is not.) πλανήτης -
62 world
[wə:ld]1) (the planet Earth: every country of the world.) κόσμος2) (the people who live on the planet Earth: The whole world is waiting for a cure for cancer.) κόσμος3) (any planet etc: people from other worlds.) κόσμος, πλανήτης4) (a state of existence: Many people believe that after death the soul enters the next world; Do concentrate! You seem to be living in another world.) κόσμος5) (an area of life or activity: the insect world; the world of the international businessman.) κόσμος, πληθυσμός, είδος6) (a great deal: The holiday did him a/the world of good.) κόσμος, νοοτροπία ανθρώπων7) (the lives and ways of ordinary people: He's been a monk for so long that he knows nothing of the (outside) world.) (-πολύ καλό)•- worldly- worldliness
- worldwide
- World Wide Web
- the best of both worlds
- for all the world
- out of this world
- what in the world? - what in the world -
63 астероид
-а α.αστεροειδής, πλανητοειδής, μικρός πλανήτης. -
64 земля
земля 1-и, αιτ. землю, πλθ. земли, γεν. земель, δοτ. землям θ.1. γη, γήινη σφαίρα, ο πλανήτης μας•земля вращается вокруг солнца η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο.
2. η ξηρά.3. έδαφος•плодородная земля εύφορη γη•
бесплодная земля άγονη γη•
песчаная земля αμμώδες έδαφος•
пахотная земля καλλιεργήσιμη γη•
обетованная земля γη της επαγγελίας•
национализация -и εθνικοποίηση της γης•
церковные -и τα τσιφλίκια της εκκλησίας (βακούφικα): помещичья земля η τσιφλικάδικη γη•
колхозная земля κολχόζνικη γη.
|| χώμα•жирная земля παχύ χώμα•
рыхлая земля αφράτο χώμα•
бросить на -ю ρίχνω καταγής (χάμω)•
лечь на -ю ξαπλώνω καταγής.
|| χώρα, τόπος, κράτος•он живт в чужой земле αυτός ζει σε ξένη χώρα•
необитаемые -и ακατοίκητα μέρη.
4. παλ. άκρη, φόντος με διακόσμηση υφάσματος ή χαρτιού.εκφρ.словно из -и ή из-под -и – εμφανίζομαι σαν τον Φαντομά (απροσδόκητα)•-и под собой не слышать ή не чуять – κ.τ.τ. πετώ από τη χαρά μου.земля 2-и θ.παλαιά ονομασία του γράμματος «З». -
65 мир
мир 1-а, πλθ. -ы α.1. ο κόσμος, το σύμπαν•происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•
весь мир όλος ο κόσμος•
миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.
2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.4. κοινωνία•античный мир ο αρχαίος κόσμος•
капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•
социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.
|| τάξη, κοινωνικό σύστημα•старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.
5. σφαίρα ζωής•животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•
растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•
духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.
|| κύκλος (ανθρώπων)•мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.
6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•
жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).
εκφρ.всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•пойти (ходить, идти – κ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).мир 2-а α.1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•жить в -е ζω ειρηνικά•
нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•
мир души ψυχική γαλήνη•
борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•
мир народам! ειρήνη στους λαούς!•
прочный мир σταθερή ειρήνη•
оплот -а προπύργιο της ειρήνης•
мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).
2. συνθήκη, συμφωνία•заключить мир κλείνω ειρήνη•
подписать мир υπογράφω ειρήνη•
переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.
3. ησυχία•я хочу мир θέλω ησυχία.
εκφρ.мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•мир дому сему – παλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον). -
66 планета
-ы θ.1. πλανήτης.2. παλ. τύχη, μοίρα. -
67 δρώπτης
δρώπτης· πλανήτης, πτωχός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρώπτης
-
68 πλάν
-
69 πλάνης
A wanderer, vagabond, ib. 1029, E.IT 417, Isoc.19.6 : c. gen., πόντου πλάνητες roamers of the sea, Trag.Adesp.100.2 πλάνητες ἀστέρες planets, X.Mem. 4.7.5, Arist.Mete. 342b28 ; and, simply, οἱ π. Id.APo. 78a30,Fr. 196, Plu.2.604a, etc.; τοὺς ἀστέρας τοὺς ἐνδεδεμένους, τοὺς δὲ π. Arist. Cael. 290a19.3 πλάνητες [ πυρετοί] fevers that come in irregular fits, Hp.Epid.1.6, Aph.3.22; cf.πλανήτης 11.2
.II as Adj.,ἄπορος καὶ π. βίος Plu.Brut.33
;π. ὅμιλος Polem.Call.18.56
: as fem.,πλάνητα πτῆσιν Luc.Musc.Enc.9
. -
70 πλανῆτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλανῆτις
-
71 στιχοπλανήτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιχοπλανήτης
-
72 τριπλανήτης
A much-wandering,ὁ τ. ἐστὶ Ααρτίου γόνος IG9(1).880
(Corc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριπλανήτης
-
73 ψευδοπλάνης
A lying vagrant, Eust. 1762.2, 1742.23, of Odysseus.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευδοπλάνης
-
74 ἀργός
A shining, glistening, of a goose, Od.15.161; of a sleek, well-fed ox, Il.23.30; in Hom. mostly in the phrase πόδας ἀργοί, of hounds, swift-footed, because all swift motion causes a kind of glancing or flickering light, 18.578, Od.2.11, etc.;κύνες ἀργοί Il. 1.50
, 18.283, cf. D.S.4.41, Corn.ND16.II parox. as pr. n., Ἄργος, ὁ, name of a dog, Swift-foot, Od. 17.292: also of the herdsman Argus (i.e. bright-eyed, A.Pr. 567 (lyr.), Supp. 305 ) who was so called from his eyes being ever open and bright. (By dissimilation from Αργρός, cf. Skt. ṛjrá-, = (1) shining, (2) swift, Vedic pr. n. [Rnull ]ji-śvan-, lit. = possessing κύνες ἀργοί.)------------------------------------ἀργός (B), όν, later ή, όν Arist.EN 1167a11, Mete. 352a13, Thphr. Lap.27, Ath.Mech.12.11, etc.: ([var] contr. from ἀεργός):—prop.A not working the ground, Hdt.5.6; idle, lazy, opp. ἐργάτις, S.Ph.97, cf. Ar. Nu.53, etc.;γαστέρες ἀ. Epimenid.1
;ἀ. ἐπιθυμίαι Pl.R. 572e
; ἀ. τὴν διάνοιαν ib. 458a;τὸ πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν ἀ. Th.3.82
; ἂν ἀ. ᾖ if he have no trade, Antiph.123.3;πότερον ἀνθρώπου οὐδέν ἐστιν [ἔργον] ἀλλ' ἀργὸν πέφυκεν; Arist.EN 1097b30
: c. gen. rei, idle at a thing, free from it, τῶν οἴκοθεν from domestic toils, E.IA 1000;πόνων σφοδρῶν Pl.Lg. 835d
; γυναῖκας ἀργοὺς ταλασίας ib. 806a; ἀ. αἰσχρῶν slow to evil, A.Th. 411;ἀργότεραι ἐς τὸ δρᾶν τι Th.7.67
;ἀ. περί τι Pl.Lg. 966d
.2 of things, ; of money, lying idle, yielding no return, opp. ἐνεργός, D.27.7 and 20; of land, lying fallow, Isoc.4.132, X.Cyr.3.2.19, Thphr.HP9.12.2; opp. πεφυτευμένος, IG7.2226B (Thisbe, iii A.D.);διατριβὴ ἀ.
in which nothing is done, fruitless,Ar.
Ra. 1498 (lyr.), Isoc.4.44;χρόνον ἀργὸν διάγειν Plu.Cor.31
. Adv.ἀργῶς, ἐπιμέλεσθαι X.Mem.2.4.7
;ἔχειν D.6.3
: [comp] Comp. and [comp] Sup. ἀργότερον, -ότατα, X.Oec.15.6 and 1.b ἀ. λόγος, name of a sophism, Chrysipp.Stoic.2.277, cf.Plu.2.574e.II [voice] Pass.,unwrought, ἁρμός, κυμάτιον, IG1.322b23,59;πυροὶ ἀ.
unprepared for eating,Hp.
VM13;ἄργυρος Paus.3.12.3
; βύρσαι undressed hides, Ath.Mech. l.c.; unpolished, Thphr.Lap.27.2 not done, left undone,κοὐκ ἦν ἔτ' οὐδὲν ἀ. S.OC 1605
;ἓν δ' ἐστὶν ἡμῖν ἀ. E.Ph. 766
; οὐκ ἐν ἀργοῖς not among things neglected, S.OT 287; .4 Astrol., τόπος ἀ., name of the 8t h of the 12 'houses', Ptol.Tetr. 128, Paul.Al.M.4;πλανήτης Plot.2.3.3
;ζῴδιον S.E.M.5.15
. -
75 ἐπιπλανήτης
ἐπι-πλανήτης, ὁ, der Umherirrende -
76 σύμπλανος,
σύμ-πλανος, u. συμ-πλανήτης, ὁ, zusammen, mit anderen umherirrend, -schweifend -
77 συμπλανήτης
σύμ-πλανος, u. συμ-πλανήτης, ὁ, zusammen, mit anderen umherirrend, -schweifend -
78 ψευδοπλάνης
ψευδο-πλάνης, ὁ, u. ψευδο-πλανήτης, ὁ, (1) der durch Lügen Täuschende, Irreführende; (2) der verstellte Landstreicher -
79 δρέπω
Grammatical information: v.Meaning: `to pluck, cut off' (Od.).Compounds: Compp. with ἀνα-, ἀπο-, ἐπι-, κατα-. In comp., e. g. δρεπανη-φόρος `sickle-carrying' (X.) with - η- for - ο- favoured by the rhthm, cf. Schwyzer 438f.Derivatives: δρεπάνη (Il.), δρέπανον (Od.) `sickle' ( δράπανον Epigr.) with δρεπανηΐς `id.' (Nic.; Chantraine 346), δρεπάνιον (Seleuk. ap. Ath.); δρεπανίς `(the bird) Alpine swift' (Arist., because of the form of the wings, Thompson Birds s. v.; H. also δραπανίδες εἶδος ὀρνέου), δρεπανώδης `sickle-shaped' (Agath.). - δρέμμα κλέμμα ("about stealing fruit?", v. Blumenthal Hesychst. 35, unless for κλῆμα), οἱ δε κλάσμα H. - δρεπτεῖς H., δρεπεῖς EM = τρυγηταί, `who gathers ripe fruits' s. Boßhardt Die Nom. auf - ευς 81. Beside δρέπω with ω δρῶπαξ m. `pitch-plaster', with δρωπακίζω `apply a depilatory, tear out one's hairs' with δρωπακισμός, - ιστής, - ίστρια (medic.). Also δρώπτης πλανήτης, πτωχός H.?Etymology: The form δρωπ- is found in Slavic, in a word for `scratch, tear', e. g. Russ. drápa-ju, -ti (sec. drjáp-), Pol. drapać, Skr. drâpām, drápati etc.; zero grade ( δραπών etc.) in Bulg. dъ́rpam, Skr. dr̂pām, dŕpati. From IE * drōp- also Latv. druõpstala `schnitzel, crumb'. Very uncertain is relation with OWNo. trǫf n. pl. `fringes' etc. (IE * drop-) and Gallorom. drappus `cloth, linen' etc. - δρέπω can be derived from δέρω as * dr-ep-; compare τρέπω, κλέπτω (s. vv.). A parallel of δρεπάνη is Arm. artevan, -anac` `eyebrow' (after the form); REArm. 17 (1983) 21f. - From Greek Alb. drapën `sickle'. - See δρῶπαξ s.v.Page in Frisk: 1,417Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δρέπω
-
80 Errant
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Errant
См. также в других словарях:
πλανήτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… … Dictionary of Greek
πλανήτης — ο ετερόφωτο άστρο που κινείται γύρω από τον ήλιο: Στους εννιά γνωστούς πλανήτες ανήκει και η Γη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλανητῆς — πλανητός wandering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανῆτα — πλανήτης masc voc sg πλανήτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητῶν — πλανήτης masc gen pl πλανητός wandering fem gen pl πλανητός wandering masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήταις — πλανήτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήτου — πλανήτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήτῃ — πλανήτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… … Dictionary of Greek