-
1 πληρωσις
- εως ἥ1) наполнение, заполнение(π. καὴ κένωσις Plat.)
2) восполнение, дополнениеμῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος Her. — в течение семи месяцев, не хватавших до полных восьми лет
3) (у)комплектование(δικαστηρίων Plat.)
4) насыщение, удовлетворение, утоление(τῆς ἐνδείας Plat.; θυμοῦ Plut.)
ἐκπορίζεσθαι ταῖς ἡδοναῖς πλήρωσιν Plat. — предаваться наслаждениям;ἐν πληρώσει Arst. — в состоянии полной удовлетворенности5) изобилие(τῶν σιτίων Arst.)
-
2 πλήρωσις
(-εως) η1) прям., перен. наполнение; заполнение; 2) исполнение, выполнение -
3 αναπληρωσις
- εως ἥ1) пополнение, восполнение(τῆς ἐνδείας Arst.)
2) удовлетворение(τῆς ἐπιθυμίας Arst.; τῆς ὀργῆς Plut.)
-
4 αποπληρωσις
-
5 αποχωρησις
- εως ἥ1) уход, отход, отступление Thuc., Xen., Polyb.2) путь отступления(πολλὰς ἀποχωρήσεις ἔχειν Thuc.)
3) опорожнение(πλήρωσις ἀ. τε Plat.)
4) дефекация Arst., Plut. -
6 εκπληρωσις
-
7 ενδεια
ἥ1) недостаток, нехватка, недостача(ὑπερβολή τε καὴ ἔ. Plat., Arst.; τῶν σιτίων πληρώσεις ἢ ἔνδειαι Arst.; δι΄ ἔνδειαν χρημάτων Dem.)
2) нужда, бедность(μηδὲν αἰσχρὸν ποιῆσαι δι΄ ἔνδειαν Dem.)
3) надобность, потребность4) грам. опущение буквы (напр., αἶα вместо γαῖα) -
8 συμπληρωσις
-
9 πλήρωμα
См. также в других словарях:
πλήρωσις — filling up fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώσει — πλήρωσις filling up fem nom/voc/acc dual (attic epic) πληρώσεϊ , πλήρωσις filling up fem dat sg (epic) πλήρωσις filling up fem dat sg (attic ionic) πληρόω make full aor subj act 3rd sg (epic) πληρόω make full fut ind mid 2nd sg πληρόω make full… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώσεις — πλήρωσις filling up fem nom/voc pl (attic epic) πλήρωσις filling up fem nom/acc pl (attic) πληρόω make full aor subj act 2nd sg (epic) πληρόω make full fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώσεσι — πλήρωσις filling up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώσεσιν — πλήρωσις filling up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώση — πλήρωσις filling up fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώσηι — πλήρωσις filling up fem dat sg (epic) πληρώσῃ , πληρόω make full aor subj mid 2nd sg πληρώσῃ , πληρόω make full aor subj act 3rd sg πληρώσῃ , πληρόω make full fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώσης — πλήρωσις filling up fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώσιας — πλήρωσις filling up fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώσιες — πλήρωσις filling up fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώσιος — πλήρωσις filling up fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)