-
1 αποχωρησις
- εως ἥ1) уход, отход, отступление Thuc., Xen., Polyb.2) путь отступления(πολλὰς ἀποχωρήσεις ἔχειν Thuc.)
3) опорожнение(πλήρωσις ἀ. τε Plat.)
4) дефекация Arst., Plut.
1 αποχωρησις
(πολλὰς ἀποχωρήσεις ἔχειν Thuc.)
(πλήρωσις ἀ. τε Plat.)