-
1 πημονή
-
2 πημονῇ
-
3 πημονή
πημονήhostile: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 πημονή
πημ-ονή, ἡ, -
5 πημονήν
πημονήhostile: fem acc sg (attic epic ionic) -
6 πημονάς
-
7 πημονᾶς
-
8 πημονής
-
9 πημονῆς
-
10 πημοναίς
-
11 πημοναῖς
-
12 πημοναίσι
-
13 πημοναῖσι
-
14 πημοναίσιν
-
15 πημοναῖσιν
-
16 πημονών
-
17 πημονῶν
-
18 πημονάν
πημονά̱ν, πημονήhostile: fem acc sg (doric aeolic) -
19 πημονάς
πημονά̱ς, πημονήhostile: fem acc pl -
20 πημοσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πημοσύνη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πημονῇ — πημονή hostile fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονή — hostile fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονή — ἡ, Α 1. η κατάσταση που προκύπτει από μια συμφορά, από μια δυστυχία, το πάθημα, το δυστύχημα («τοιαῑσδε πημοναῑσι κάμπτομαι», Αισχύλ.) 2. η ζημία, η βλάβη που επιδιώκει κάποιος, ο εχθρικός σκοπός («ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ» να μην επιφέρονται … Dictionary of Greek
πημοναῖς — πημονή hostile fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημοναῖσι — πημονή hostile fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημοναῖσιν — πημονή hostile fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονᾶς — πημονή hostile fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονῆς — πημονή hostile fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονήν — πημονή hostile fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονῶν — πημονή hostile fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απημοσύνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά της Κρήτης Κατρέα. Έφυγε με τον αδελφό της Αλθαιμένη από την Κρήτη και πήγε στη Ρόδο όπου τη βίασε ο Ερμής και θανατώθηκε γι’ αυτό από τον αδελφό της. * * * ἀπημοσύνη, η (Α) 1. έλλειψη συμφοράς, ασφάλεια,… … Dictionary of Greek