1 πημονή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πημονή
παιγμονή — παιγμονή, ἡ (Μ) εμπαιγμός, σκώμμα, πείραγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖγμα + επίθημα ονή (πρβλ. πημ ονή, φλεγμ ονή)] … Dictionary of Greek