Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περκάζω

См. также в других словарях:

  • περκάζω — ΜΑ (για σταφύλια και ελιές) μαυρίζω ή παίρνω σκούρο χρώμα (α. «ὅταν ἤδη περκάζῃ σταφυλή», Θεόφρ. β. «ὅταν τὰς ἐλαίας ἀρχομένας περκάζειν ἴδῃς», Γεωπ.) αρχ. 1. δίνω σε κάτι μαύρο χρώμα, κάνω κάτι να μαυρίσει 2. (για έφηβο) σκουραίνει το πρόσωπό… …   Dictionary of Greek

  • καταπερκάζω — (Α) (για σταφύλι) μαυρίζω, ωριμάζω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περκάζω «μαυρίζω, ωριμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • περκασμός — ὁ, Α [περκάζω] το μαύρισμα τών σταφυλιών που ωριμάζουν …   Dictionary of Greek

  • υπερπερκάζω — Μ (για σταφύλια) παίρνω το μαύρο χρώμα τών ώριμων καρπών σε βαθμό μεγαλύτερο από το κανονικό, υπερωριμάζω, παραγίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + περκάζω «(για σταφύλια) παίρνω μαύρο χρώμα, σκουραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • υποπερκάζω — Α (για σταφύλι που αρχίζει να ωριμάζει) παίρνω ελαφρώς μαύρο χρώμα, αρχίζω να σκουραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + περκάζω «μαυρίζω, σκουραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՅԾԵՄ — (եցի.) NBH 1 0918 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c չ. ԽԱՅԾԵՄ ԽԱՅԾԻՄ. περκάζω varior, maturesco, nigresco. Անկանիլ խայծից կամ խայտից ʼի խաղողս. սկսանիլ կարմրիլ եւ սեւանալ խաղաղոյ. հասուանալ. խայծ ինկնալ, հասուննալ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽԱՅԾԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0918 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c ձ. ԽԱՅԾԵՄ ԽԱՅԾԻՄ. περκάζω varior, maturesco, nigresco. Անկանիլ խայծից կամ խայտից ʼի խաղողս. սկսանիլ կարմրիլ եւ սեւանալ խաղաղոյ. հասուանալ. խայծ ինկնալ, հասուննալ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • καταπερκάζοντος — κατά περκάζω become dark pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»