-
1 ἐμπερκάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπερκάζω
-
2 εμπερκάζουσαν
-
3 ἐμπερκάζουσαν
См. также в других словарях:
ἐμπερκάζουσαν — ἐμπερκάζω pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)